Η
Μικρασιατική Καταστροφή αναφέρεται στο τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του
1919-22, τη φυγή από την Τουρκία της ελληνικής διοίκησης που είχε εγκατασταθεί
στα δυτικά μικρασιατικά παράλια κατά τη Συνθήκη των Σεβρών, όπως και τη σχεδόν
άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού μετά την κατάρρευση του μετώπου και τη
γενικευμένη πλέον εκδίωξη μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού της Μικράς
Ασίας. Θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες συμφορές του ελληνισμού διαχρονικά, αφού το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού
στοιχείου της Ανατολής εξαφανίστηκε ύστερα από δύο χιλιάδες χρόνια και περίπου
1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες ήρθαν υπό άθλιες συνθήκες στην Ελλάδα.
Ο πλήρης απολογισμός της καταστροφής αυτής είναι πολύ δύσκολος: Οι αρπαγές και οι λεηλασίες σπιτιών και περιουσιών, οι γεωργικές και κτηνοτροφικές καταστροφές, το γκρέμισμα σχολείων, ναών και άλλων ευαγών ιδρυμάτων, η καταστροφή βιοτεχνικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων, με τον παράλληλο ευτελισμό κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας, δεν έχουν μέχρι σήμερα διερευνηθεί πλήρως.
Αμέσως
μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου (1918) ξεκίνησαν οι εργασίες στη Σύνοδο
Ειρήνης στο Παρίσι μεταξύ των νικητριών χωρών, ανάμεσα σε αυτές και την Ελλάδα.
Ύστερα από αγγλική και γαλλική συμφωνία, ελληνικά στρατιωτικά αγήματα αποβιβάζονται
στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου του 1919 με σκοπό να εγκαταστήσουν ελληνική διοίκηση - υπό
συμμαχικό έλεγχο - και να προστατεύσουν τους χριστιανικούς, και όχι μόνο,
πληθυσμούς από ατάκτους και από αυθαιρεσίες της οθωμανικής διοίκησης. Η εξέλιξη
αυτή προκαλεί κύμα ενθουσιασμού στον ελληνικό πληθυσμό, εξάπτει όμως συγχρόνως
και τον φανατισμό των Τούρκων.
Ο
Βενιζέλος, μετά την αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων, κατορθώνει να
διευρύνει την εντολή και έτσι επεκτείνεται η ελληνική διοίκηση σε ολόκληρη
σχεδόν την περιοχή του Αϊδινίου. Η επέκταση αυτή προκαλεί την έντονη αντίδραση
του τουρκικού στοιχείου. Η κατοχή μιας περιοχής, που στην ενδοχώρα της
κυριαρχούσαν οι Τούρκοι, ήταν εγχείρημα δυσχερέστατο για τον ελληνικό στρατό, ο
οποίος βρισκόταν μακριά από τα κέντρα εφοδιασμού του και δεν διέθετε τον
αναγκαίο εξοπλισμό. Επίσης, αναζωπυρώνει τον τουρκικό εθνικισμό ο οποίος βρίσκει
τον εκφραστή του στο πρόσωπο του Μουσταφά Κεμάλ, στρατηγού του τουρκικού
στρατού και σφοδρού πολέμιου του σουλτανικού καθεστώτος.
Ο
Κεμάλ διοργανώνει επαναστατικό στρατό και στην αρχή, μην έχοντας τη δυνατότητα
να αντιπαραταχθεί προς τους Έλληνες, αρχίζει πόλεμο φθοράς στις παρυφές των
ελληνικών θέσεων. Ο κλεφτοπόλεμος αυτός αναγκάζει τον Βενιζέλο, ύστερα από τη
σύμφωνη γνώμη και των συμμάχων, να στέλνει συνεχώς ενισχύσεις στη Μικρά Ασία,
όπου δημιουργείται γρήγορα ένα πλατύ και μετακινούμενο μέτωπο.
Στη
συνέχεια, ο Βενιζέλος ζητεί από τους συμμάχους την άδεια να επιτεθεί κατά των
κεμαλικών θέσεων, σε περιοχές που βρίσκονταν έξω από την ελληνική δικαιοδοσία
και συγχρόνως απαιτεί οικονομική ενίσχυση. Οι σύμμαχοι δίνουν την άδεια, αλλά
υπογραμμίζουν ότι η Ελλάδα θα ενεργήσει με δική της ευθύνη και σε καμμιά
περίπτωση δεν θα εμπλακούν οι ίδιοι σε πολεμικές επιχειρήσεις. Η προέλαση του
ελληνικού στρατού γίνεται με μεγάλη επιτυχία ως την Προύσα και οι δυνάμεις του
Κεμάλ υποχωρούν προς τη Νικομήδεια.
(συνεχίζεται)
Πηγές:
·
Σκουλάτου Β., Δημακοπούλου Ν., Κόνδη Σ.
(1992), Ιστορία νεότερη και σύγχρονη, τεύχος Γ’, Γ’ Λυκείου, ΟΕΔΒ, Αθήνα.
·
Νταλέγκρ, Ζ. (2006), Έλληνες και Οθωμανοί
1453-1923, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου