Ωστόσο, ερευνητές όπως ο Woods (2004) διαχωρίζουν τη δημοκρατική από την κατανεμημένη σχολική ηγεσία, θεωρώντας την πρώτη πολύ ευρύτερη και βαθύτερη έννοια από τη δεύτερη. H δημοκρατική ηγεσία προκύπτει
από φιλοσοφικές, πολιτικές και κοινωνιολογικές πεποιθήσεις οι
οποίες επιφανειακά μόνο ταυτίζονται με την κατανεμημένη ηγεσία και
κάνει πράξη τα ιδανικά της δημοκρατικής ιδέας. Εφόσον η κατανεμημένη
ηγεσία δεν στηρίζεται σε παρόμοιες πεποιθήσεις και
πρακτικές, συνεπάγεται μια ανεξέταστη αποδοχή των κυρίαρχων λογικών
και αξιών και υπάρχει ο κίνδυνος, σύμφωνα με τον Woods, η διεύρυνση των ορίων
της να υποσκάπτει την εξέταση των βαθύτερων ζητημάτων που σχετίζονται με τη
φιλοσοφία μιας πραγματικής δημοκρατικής διοίκησης σχολικής μονάδας.
Αντίθετα,
στη δημοκρατική ηγεσία γίνονται ορατά αυτά τα βαθύτερα ζητήματα. Αυτό
σημαίνει πως οι συμμετέχοντες εμπνέονται προς την επίτευξη των σκοπών της
δημοκρατίας, δηλαδή: α) την αναζήτηση πρακτικών τρόπων αντιμετώπισης των
προκλήσεων και των τάσεων για μια διοίκηση χωρίς αποκλεισμούς, β) την αμφισβήτηση της κυριαρχίας της εργαλειακής ορθολογικότητας, γ) την προώθηση της αυτονομίας μέσω
της πλήρους λειτουργίας των δημοκρατικών διαδικασιών και ευκαιριών για δημιουργικό χώρο, δ) τη διευκόλυνση της ενσωμάτωσης των ανθρώπινων
ικανοτήτων (Woods,
2004).
Στον
ελληνικό χώρο, υπάρχει πρόβλεψη για την κατανεμημένη σχολική ηγεσία σε βασικές διατάξεις της
εκπαιδευτικής νομοθεσίας:
Ι. Σύμφωνα με τον Ν. 1566/1985, όλοι οι εκπαιδευτικοί των σχολείων της πρωτοβάθμιας
εκπαίδευσης παραμένουν υποχρεωτικά στο σχολείο τους στις εργάσιμες ημέρες, πέρα
από τις ώρες διδασκαλίας, για την προσφορά και άλλων υπηρεσιών που συνδέονται
με το γενικότερο εκπαιδευτικό έργο, όπως συμμετοχή σε γιορταστικές, αθλητικές
και πολιτιστικές εκδηλώσεις, ενημέρωση των γονέων και κηδεμόνων, τήρηση βιβλίων
του σχολείου και εκτέλεση διοικητικών εργασιών. Κάθε εκπαιδευτικός παραμένει υποχρεωτικά
στο σχολείο, στις εργάσιμες ημέρες πέρα από τις ώρες διδασκαλίας, για την
εκτέλεση συγκεκριμένου έργου που του έχει ανατεθεί από τα όργανα διοίκησης του σχολείου
(N.
1566/1985, άρ. 13, παρ. 8).
ΙΙ. Οι
εκπαιδευτικοί που υπηρετούν στα δημόσια σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας
εκπαίδευσης υποχρεούνται μεταξύ άλλων:
α)
Να μετέχουν στις γενικές εξετάσεις επιλογής σπουδαστών για την τριτοβάθμια εκπαίδευση
ως βαθμολογητές, εκφωνητές και επιτηρητές ή ως μέλη των σχετικών επιτροπών και
ομάδων εργασίας.
β)
Να μετέχουν στις επιτροπές απολυτήριων και προαγωγικών εξετάσεων των μαθητών
των ιδιωτικών σχολείων.
γ)
Να μετέχουν σε επιτροπές και ομάδες εργασίας για τη μελέτη και επεξεργασία
συγκεκριμένων θεμάτων.
δ)
Να ασκούν καθήκοντα διευθυντών μεταλυκειακών προπαρασκευαστικών κέντρων.
ε)
Να συμπληρώνουν το υποχρεωτικό ωράριο διδασκαλίας και να διδάσκουν τις προβλεπόμενες
από αυτόν το νόμο ώρες υποχρεωτικής υπερωριακής διδασκαλίας στο σχολείο τους,
σε άλλα σχολεία της ίδιας ή γειτονικής πόλης ή κωμόπολης ή στα μεταλυκειακά
παρασκευαστικά κέντρα ή στα τμήματα πρόσθετης εσωτερικής βοήθειας ή στις τάξεις
υποδοχής.
στ)
Να μετέχουν σε επιμορφωτικές δραστηριότητες, όταν καλούνται από τους σχολικούς
συμβούλους ή να αναλαμβάνουν την πραγματοποίηση διαλέξεων και σεμιναρίων, στα
πλαίσια των παραπάνω επιμορφωτικών δραστηριοτήτων.
ζ)
Να προσφέρουν διοικητικές υπηρεσίες, όταν δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν οι
διοικητικοί υπάλληλοι (N.
1566/1985, άρ. 13, παρ. 8).
ΙΙΙ. Επιπρόσθετα,
οι εκπαιδευτικοί αναλαμβάνουν τις εξωδιδακτικές εργασίες του σχολείου,
συμβάλλοντας έτσι έμπρακτα στη συλλογική λειτουργία του ( ΦΕΚ 1340/2002, Άρθρο
36, παρ. 7). Παραμένουν στο σχολείο κατά τις εργάσιμες ημέρες πέρα από το
ωράριο διδασκαλίας τους, για να προσφέρουν και άλλες υπηρεσίες που συνδέονται
με το γενικότερο εκπαιδευτικό έργο, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις (ΦΕΚ 1340/2002,Άρθρο 36, παρ. 17).
ΙV. Τέλος,
ο Σύλλογος Διδασκόντων οργανώνει τον καταμερισμό των εργασιών στα μέλη του,
ύστερα από εισήγηση του Διευθυντή, έτσι ώστε να αξιοποιούνται οι δυνατότητες
όλων των μελών του και να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα και η ομαλή
λειτουργία της σχολικής μονάδας (ΦΕΚ 1340/2002, Άρθρο 39, παρ. 5).
Από
τα παραπάνω, προκύπτει ότι το γράμμα και το πνεύμα της ελληνικής εκπαιδευτικής
νομοθεσίας προβλέπει την κατανεμημένη ηγεσία των σχολικών μονάδων, αφήνοντας παράλληλα μεγάλα περιθώρια για την
εμβάθυνσή της προς την κατεύθυνση της δημοκρατικής ηγεσίας όπως την ορίζει ο Woods (2004).
Από την άλλη πλευρά, στα
πλαίσια του ελληνικού συγκεντρωτικού συστήματος, η γραφειοκρατία που επιβάλλεται από τους
ιεραρχικά ανωτέρους στενεύει τα περιθώρια των
πρωτοβουλιών και υποσκάπτει, έτσι, το ίδιο το σύστημα τον εαυτό του.
Επιπρόσθετα, δύσκολα μπορεί να λειτουργήσει η δημοκρατική ηγεσία σε περιόδους
κρίσης, όπου πρέπει να παρθούν γρήγορες αποφάσεις και έτσι σε αυτές τις περιπτώσεις εφαρμόζονται συνήθως πιο συγκεντρωτικά στυλ ηγεσίας.
Επομένως,
ο ρόλος του διευθυντή καθίσταται ακόμα
σημαντικότερος, αφού ως ηγέτης επιφορτίζεται και με τον ρόλο του εξισορροπιστή μεταξύ
της γραφειοκρατικής συγκεντρωτικής διοίκησης και της έμπνευσης του προσωπικού
του σχολείου προς τα δημοκρατικά ιδανικά, ενώ ταυτόχρονα οφείλει να ενεργεί
άμεσα σε περιόδους κρίσης.
Σε
κάθε περίπτωση, το διανεμητικό μοντέλο ηγεσίας με την απλή κατανομή
αρμοδιοτήτων δεν αρκεί από μόνο του για την επίτευξη των παραπάνω σκοπών, αν
δεν συνοδεύεται από μια ερμηνευτική φιλοσοφική προσέγγιση της καθημερινής
λειτουργίας του σχολείου ως οργανισμού μάθησης.
Βιβλιογραφία
Spillane, J. (2005), Distributed Leadership, The Educational Forum, 69:2, 143-150.
Woods, P. (2004), Democratic
leadership: drawing distinctions with distributed leadership, International
Journal of Leadership in Education, 7:1, 3-26.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου