Σελίδες

Τρίτη, Ιουλίου 29, 2025

Ντάμα μπαλαρίνα: Το παγόβουνο και η λογική της εξομολόγησης (Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου της Γεωργίας Σακκά-Ντάουερ, 26/7/2025)

 


Καλησπέρα σας, είναι μεγάλη μου τιμή να βρίσκομαι σήμερα εδώ, με εκλεκτούς συμπαρουσιαστές, όπως ο Παναγιώτης Κουρούπης και η Λουκία Λεοντιάδου, για την παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων της Γεωργίας Σακκά-Ντάουερ, «Ντάμα μπαλαρίνα» από έναν ιστορικό εκδοτικό οίκο όπως είναι οι εκδόσεις «Γκοβόστη».

Στο βιβλίο της Γεωργίας παρακαλουθούμε δεκαέξι μικρά διηγήματα τα οποία αποτελούν μια σειρά εξομολογήσεων. Βλέπουμε τους ήρωές της να ομολογούν ότι απέτυχαν, ότι ηττήθηκαν, ότι ανώτερες δυνάμεις της ζωής τους κατέβαλαν  και μαζί τους νιώθουμε να ηττούμαστε και εμείς. Ωστόσο, προσπαθούν να βρουν μια λύση μέσω της παραδοχής της κατάστασής τους. Να αποδεχτούν την απόγνωσή τους ώστε να λυτρωθούν. Πολλοί από αυτούς μετανοούν ειλικρινά! Διότι, όπως ξέρουμε, η απόγνωση μπορεί να σε οδηγήσει στην πραγματική μετάνοια.

Τέτοια πράγματα θα δείτε σε αυτό το βιβλίο: Για παράδειγμα, μια καθηγήτρια αγγλικών να παρακολουθεί την εκκένωση   του απέναντι διαμερίσματος της πρώην μαθήτριάς της – αλλά και πρώην ιερόδουλης – επάγγελμα που επέλεξε για να πληρώνει τα μαθήματα αγγλικών προκειμένου να καλωσορίσει το παιδί της από την Αμερική. Έναν νοσηλευτή να τηλεφωνεί στον εαυτό του – καθώς εκτός από νοσηλευτής είναι και ο μοναδικός συνοδός μιας ηλικιωμένης ασθενούς. Ένα παιδί να οραματίζεται ότι ταξιδεύει με μια βάρκα προς τη νεκρή μητέρα του  και ότι ξανασυνδέεται μαζί της με έναν διάφανο λώρο. Τις παράλληλες οπτασίες ενός πρώην ζευγαριού που οραματίζονται μετά από δεκαετίες – ο καθένας από την πλευρά του – το σπίτι που συζούσαν στο Λουτράκι, σαν να είναι εκεί ξανά. Μια πάμφτωχη οικογένεια να βάζει τα παιδιά της να κοιμηθούν δίπλα-δίπλα για να ζεσταίνονται και να  ρίχνει στην ξυλόσομπα ακόμα και τις ξύλινες κουτάλες. Και πολλά άλλα: Υπερχρεωμένους ανθρώπους στα όρια της παράνοιας μετά το κατασχετήριο που έχει έρθει για το σπίτι τους (εδώ είναι σπαρακατικός ο μονόλογος του ήρωα που λέει στον εαυτό του: «Τι τα ήθελες τα ξενοδοχεία , Γιάννη ; Τι τα ήθελες τα δάνεια, Γιάννη, και τα τέσσερα παιδιά ; Ζωή να έχουν, αλλά πολλά, πολλά. Τέσσερα στόματα συν δύο, οκτώ πόδια συν τέσσερα, οκτώ χέρια συν τέσσερα, τέσσερις γλώσσες συν δύο, τέσσερις εγκέφαλοι συν δύο, οκτώ μάτια συν τέσσερα. Πολλά, πολλά.». Και μετά αυτοκτονεί.

Θα δείτε, γενικώς, ανθρώπους στα όριά τους. Να αγωνιούν, να παραληρούν, να χρεοκοπούν, να κακοποιούνται, να αρρωσταίνουν, να νοσηλεύονται, να πενθούν. Δηλαδή να μας παρουσιάζουν, μεταφορικά, το ενδόμυχο παγόβουνό τους. Όπως γνωρίζουμε, το μοντέλο του παγόβουνου στην Ψυχολογία αναφέρεται στη δομή της ανθρώπινης ψυχής, η οποία αποτελείται από το Συνειδητό και το Ασυνείδητο. Η κορυφή του παγόβουνου συμβολίζει το Συνειδητό, το Εγώ,  το οποίο είναι ορατό και αντιπροσωπεύει τις σκέψεις, τις πράξεις και τα συναισθήματα που είναι άμεσα διαθέσιμα στον άνθρωπο. Αλλά, το μεγαλύτερο μέρος του παγόβουνου, που είναι βυθισμένο κάτω από το νερό, συμβολίζει το Ασυνείδητο και περιλαμβάνει τις απωθημένες επιθυμίες, τις αναμνήσεις και τα κίνητρα που επηρέασαν τις πράξεις μας χωρίς να το καταλαβαίνουμε.

Σε αυτό το μεγάλο, βυθισμένο, μέρος του Ασυνειδήτου των ηρώων του βιβλίου μπορούμε και ρίχνουμε μία ματιά. Μπορούμε και το βλέπουμε. Και αυτό ταρακουνάει κάπως και το δικό μας Ασυνείδητο. Αυτή είναι  μία από τις αποστολές της λογοτεχνίας. Με τη λογοτεχνία, οι άνθρωποι βγαίνουν από τον εαυτό τους, αποκαλύπτονται. Και αυτή είναι η μαγεία της. Εκεί είναι που δεν χωράει το παραμικρό ίχνος ενοχής για τους ήρωες. Γιατί, τι θα πει ενοχή ;

Όταν βλέπουμε, για παράδειγμα, στο βιβλίο, μια γυναίκα να εσωτερικεύει την κακοποίηση που υφίσταται και να κατηγορεί τον εαυτό της, μια άλλη γυναίκα με 455 ευρώ μηνιαίο εισόδημα να συζητά καθημερινά με τον κρεοπώλη για ταξίδια και φυσικά να μένουν μόνο στη συζήτηση. Ή, στο κεντρικό διήγημα «Ντάμα-Μπαλαρίνα», όταν βλέπουμε το παιδικό τραύμα που κουβαλάει μια γυναίκα αφού αντί για την ακριβή μπαλαρίνα που ζητούσε ως κορίτσι από τον Άη Βασίλη, οι γονείς της είχαν μπορέσει να της προσφέρουν μόνο το πολύ φτηνό επιτραπέζιο, την «Ντάμα». Ή, τις δύο νοσηλείες νέων ανθρώπων από τροχαία ατυχήματα όπου η μητέρα και η σύντροφός τους αντίστοιχα αναγκάζονται να τους λένε ψέματα. Ή τη νόσο  Αλτσχάιμερ ενός ηλικιωμένου πατέρα να μετουσιώνεται σε Τέχνη εν μέσω σπαρακτικών διαλόγων με την κόρη του, ή, τέλος, μια γυναίκα να περιμένει τα αποτελέσματα των ογκολογικών εξετάσεών της, ... τότε τι θα κάνουμε ; Θα τους επιρρίψουμε ευθύνες ; Εδώ οι άνθρωποι έχουν καταστραφεί, πέφτουν στο κενό, «έχουν φάει τα μούτρα τους» και μας το λένε! Πώς μπορούμε να τους βγάλουμε και ενόχους από πάνω ;

Για αυτό έρχεται εδώ λοιπόν ένας άλλος σύγχρονος συγγραφέας μας, ο Σωτήρης Δημητρίου, να μας πει ότι «τα δυσάρεστα πράγματα, είναι καλά για τη λογοτεχνία!» (και δόξα τω θεώ υπάρχουν αρκετά δυσάρεστα πράγματα για να εμπνευστεί σήμερα κανείς), αλλά και για τον ίδιο τον λογοτέχνη, αφού  «Η άρνηση τρέφει τον λογοτέχνη, τον βγάζει από τον στενό κύκλο της εγωπάθειας» - και γενικότερα τον καλλιτέχνη θα έλεγα.

Έτσι, φτάνουμε στο θέμα της ευθύνης του λογοτέχνη. Η οποία είναι διπλή: Απέναντι στους ήρωές του και απέναντι στην πραγματική κοινωνία.

Από τη μία,  ο συγγραφέας βουτάει στην ψυχή των ηρώων του, δείχνει τη μέγιστη ενσυναίσθηση, τους καταλαβαίνει, αλλά, στη συνέχεια, τι θα την κάνει αυτή την κατανόηση ; Πώς θα χειριστεί αυτά τα τρομακτικά συναισθήματα που βλέπει ; Έχει τεράστια ευθύνη: Θα τους λυτρώσει ; Θα τους καταστρέψει ; Θα τους εκθέσει ; Θα τους αφήσει στη μοίρα τους ;

Τη δεύτερη, την ευθύνη του λογοτέχνη απέναντι στην κοινωνία, μας την παρουσιάζει ένα επεισόδιο από τη ζωή του ποιητή Μπικοντίν. Ο Μπικοντίν είναι ένας νεαρός ποιητής από τη χώρα της Δ. Αφρικής Μπουρκίνα Φάσο, την πρώην Άνω Βόλτα, πρώην Γαλλική αποικία, που μετά την αποχώρηση των Γάλλων εναλάσσονται στη χώρα δικτατορίες και Αλ Κάιντα - με ένα φωτεινό διάλειμμα του Τομάς Σανκαρά. Μια κατεστραμμένη χώρα. Ο νεαρός ποιητής Μπικοντίν, λοιπόν, αποφάσισε μια μέρα να ταξιδέψει σε όλη την κατεστραμμένη χώρα του κατά μήκος της μοναδικής σιδηροδρομικής γραμμής για να συναντήσει συμπολίτες του και να τους κάνει μόνο μία ερώτηση: «γιατί δεν φεύγετε από τη χώρα, να πάνε στην Ευρώπη». Στο ταξίδι του συναντάει έναν γιατρό στον οποίο όταν του υποβάλει το ερώτημα «Γιατί δεν έφυγες να πας στην Ευρώπη, όπου ως γιατρός θα κέρδιζες πολύ περισσότερα χρήματα ;», τότε ο γιατρός τον βάζει πραγματικά στη θέση του δίνοντάς του την εξής εκπληκτική απάντηση: «Δεν θα έπρεπε να το ρωτάς εσύ αυτό, ένας ποιητής, επειδή η ευθύνη του ποιητή απέναντι στην κοινωνία είναι να κάνει τους ανθρώπους να τους αρέσει η κοινωνία τους, ακόμα και όταν αυτή είναι κατεστραμμένη. Εγώ, ως γιατρός, περιμένω από εσένα, τον ποιητή, να μου παρουσιάσεις την πατρίδα μας όμορφη, και να με κάνεις να θέλω να μείνω εδώ, και όχι να με ρωτάς γιατί δεν φεύγω».

Ο λογοτέχνης λοιπόν έχει πολλαπλή ευθύνη απέναντι στην κοινωνία: όχι μόνο να προσφέρει έργα που εμπνέουν, ψυχαγωγούν, διασκεδάζουν και προβληματίζουν, αλλά ΚΑΙ να συμβάλλει στην ανύψωση της κοινωνικής συνείδησης.

Θα τολμούσα να πω ότι το βιβλίο της Γεωργίας πετυχαίνει να  μας προκαλεί αυτή την πολλαπλή "κάθαρση". Και το πετυχαίνει  όχι μόνο με τη θεματολογία των διηγημάτων της. Εξάλλου, η θεματολογία του πόνου είναι ένα από τα βασικά θέματα σε όλη την ιστορία της λογοτεχνίας και η Γεωργία συνομιλεί επάξια με αυτή την παράδοση.

Αλλά αυτό που κάνει τις αφηγήσεις της να ξεχωρίζουν είναι κατά τη γνώμη μου το εξής: Ο τρόπος γραφής, ο οποίος περιλαμβάνει σχεδόν όλους τους τρόπους του Μοντερνισμού: εσωτερικός μονόλογος, εναλλαγή προσώπων, κοφτοί διάλογοι, ελλειπτική γραφή, εγκιβωτισμός, παράλληλες ιστορίες, αναδρομή, κτλ.

Πραγματικά στο βιβλίο υπάρχουν σημεία στα οποία νιώθουμε κυριολεκτικά να λαχανιάζουμε κι εμείς μαζί με τους ήρωες.

Ακούστε ένα παράδειγμα: «Ψάχνω σε όλο το ξενοδοχείο να τον βρω. Έφαγα τον τόπο. Περιμένουμε ένα γκρουπ Ιταλών και είναι εξαφανισμένος. Σηκώθηκε χαράματα και έφυγε από το κρεβάτι και κοντεύει μεσημέρι. Μπαινοβγαίνω στα άδεια δωμάτια και τον φωνάζω...».

Ή το άλλο: «Γεμίζουν τα πανιά του απ’ τον αέρα. Τα πνευμόνια του φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν, έχει αντοχές. Τραβά τη σκότα της μαϊστρας και την περνά γύρω απ’ την παλάμη του. Το πρώτο αστέρι φαίνεται στον ουρανό. Πετάγεται προς την πλώρη όταν τον βλέπει και γυρίζει πρίμα τα πανιά του. Επιστρέφει στην πρύμνη σίγουρος...»

Αυτό το είδος γραφής, το έφερε πρώτος ο Μοντερνισμός στη Λογοτεχνία ο  οποίος ήταν μια επανάσταση που άνοιξε νέους δρόμους ακριβώς επειδή  μπόρεσε να εκφράσει το Ασυνείδητο που αναφέραμε πριν.

Υπό αυτή την έννοια, η συλλογή διηγημάτων της Γεωργίας Σακκά-Ντάουερ είναι μια δημιουργία επιπέδου πραγματικά φτασμένων λογοτεχνών. Είμαστε τυχεροί, που ακόμα μια  νέα ταλαντούχος συγγραφέας εμπλουτίζει δυναμικά τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή του Ωρωπού και όχι μόνο.

Της ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο. Πολλά συγχαρητήρια!!

·  

Δεν υπάρχουν σχόλια: