Η αίθουσα του Μουσείου του Αεροδρομίου «Ελευθέριος Βενιζέλος» "αφηγείται" την ιστορία από το τέλος της Νεολιθικής Εποχής (γύρω στο 3.000 π.Χ.) μιας άλλοτε γαλήνιας αγροτικής γωνιάς της Αττικής. Τα στοιχεία που τη συνθέτουν προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τις ανασκαφές για το αεροδρόμιο, που υπήρξε ένα ορόσημο για την περιοχή.
Η ζωή αρχίζει με τον οικισμό της
αρχής της Εποχής του Χαλκού που βρέθηκε στην κορυφή του λόφου Ζάγανι,
στα βόρεια όρια του αεροδρομίου. Την εικόνα του οχυρού αποδίδει με απόλυτη
ακρίβεια η μακέτα στη μέση της αίθουσας, ενώ η επιλογή από πέτρινα
εργαλεία και τη χονδροειδή κεραμική στη διπλανή βιτρίνα μας μεταφέρει στο
ταραγμένο περιβάλλον της μεταβατικής αυτής περιόδου. Για ένα μεγάλο διάστημα,
μια ολόκληρη χιλιετία, λείπει κάθε πληροφορία, με μοναδική εξαίρεση τα πλούσια
χρυσά και ελεφάντινα όπλα και στολίδια από τον ανασκαμμένο (τον 19ο
αιώνα) θαλαμοειδή τάφο των Σπάτων, που δείχνουν την πιθανή κατοχή τον 13ο
αι. π. Χ., του κάμπου από κάποιο ισχυρό Μυκηναίο άρχοντα.
Τις πρώτες πληροφορίες για τους
κατοίκους της πεδιάδας δίνουν ωστόσο τα αγγεία με την αυστηρή ομορφιά του
πρώιμου και του ώριμου γεωμετρικού ρυθμού (9ος – 8ος αι.
π.Χ.), που εκτίθενται στις μεγάλες βιτρίνες στο βάθος. Προέρχονται από
ένα νεκροταφείο στο βόρειο άκρο του αεροδρομίου. Δίπλα περνούσε ένας δρόμος, ο
πρώτος μιας σειράς από τους πολλούς απλούς, πλαισιωμένους από ξερολιθιές
χωματόδρομους, που αναλλοίωτοι ως τα χτες διέσχιζαν σε όλες τις κατευθύνσεις
την πεδιάδα, ανάμεσα στα σπαρτά, τις ελιές και τα αμπέλια πλέκοντας έτσι τον
ιστό της συνοχής των δήμων της αγροτικής Αττικής.
Το τοπίο ακολούθησε τις
κοσμοϊστορικές αλλαγές του τέλους του αιώνα. Το πυκνό πλέγμα των αττικών δρόμων
του 5ου και 4ου αι. π.Χ., που τμήμα του καλύπτει τον χώρο
του αεροδρομίου, αποτέλεσε ουσιαστική προϋπόθεση για τη συμμετοχή στη διοίκηση,
στις κοινές λατρείες και στους κοινούς αγώνες, όλων εκείνων των Αθηναίων, που
ζούσαν σκορπισμένοι στα περίπου 130 χωριά της Αττικής, κάνοντας έτσι πραγματική
τη λειτουργία της νέας αθηναϊκής δημοκρατίας. Οι κυριότερες από τις σύγχρονες
λεωφόρους μας ακολουθούν ακόμη σήμερα τα ίχνη της αρχαίας χάραξης, όπως η
αμαξιτός από την Αθήνα στην Παλλήνη και από εκεί στην παραλία της Λούτσας ή ο
δρόμος που διέσχιζε τον χώρο του αεροδρομίου από τον βορρά στον νότο. Σημαντικά
είναι όμως τα ευρήματα των ανασκαφών του αεροδρομίου και για τη γνώση της
μορφής του Αττικού δήμου, με τη χαρακτηριστική χαλαρή οικοδόμηση γύρω από δύο ή
τρεις οικιστικούς πυρήνες, που ελάχιστες ομοιότητες έχει με τα σημερινά
μεσογείτικα χωριά. Τον κάθε οικισμό αποτελούν εδώ λίγες μόνο (έξι έως το πολύ
εννιά) αγροικίες, κτισμένες σε απόσταση 100μ. έως 300μ. μεταξύ τους. Στο κέντρο
βρίσκεται συχνά ένα σταυροδρόμι, δίπλα το δημόσιο πηγάδι, και πιθανόν κάποιο
μικρό ιερό (την εικόνα αναπαράγει ο πίνακας), το οποίο καμιά φορά το βλέπουμε
ενσωματωμένο στην αγροικία. Τα σπίτια, μικρές χωριάτικες κατοικίες, με αυλή και
σκάλα για τον όροφο ή με μια σειρά από αποθήκες και στάβλους στο πίσω μέρος της
αυλής, είναι κτισμένα δίπλα στον δρόμο, στην άκρη του χωραφιού η στο βάθος του
κήπου. Εδώ και εκεί κατά μήκος του δρόμου προβάλλει κάποιος οικογενειακός
ταφικός περίβολος, κοσμημένος με τη στήλη της νεαρής μητέρας ή το ανάγλυφο
αγγείο που μιλάει για τον γιο που έπεσε στον πόλεμο, ενώ πιο πέρα, στο σημείο
που χάνεται ο δρόμος, καπνίζει το καμίνι ενός κεραμεικού εργαστηρίου (για τα
προϊόντα ενός από τα δύο ανασκαμμένα βλ. την προθήκη στο βάθος δεξιά). Από
εκεί και ως τον επόμενο δήμο η απόσταση δεν ξεπερνούσε συνήθως τα 3 ή 4
χιλιόμετρα, όσο μιας ώρας πορεία.
Εικόνες από αγγεία και κείμενα από
τις κωμωδίες του Αριστοφάνη δίνουν χρώμα και πνοή στα ερείπια που έχουμε
μπροστά μας. Τα σπίτια ξαναζωντανεύουν ανάμεσα στις συκιές και τις ελιές ή στην
άκρη ενός αμπελώνα, ενώ το αεράκι φέρνει την κνίσα μαζί με τις φωνές από την
αυλή του γείτονα. Μια γυναίκα έρχεται με το κανάτι στη βρύση του χωριού. Αλλού
πάλι συνοδεύουμε τον αγρότη στα έργα της Δήμητρας, να οργανώνει το χωράφι και
να σπέρνει, ή να μαζεύει τις ελιές και να πατά τα σταφύλια παρέα με τους
σατύρους. Και ύστερα είναι οι γιορτές: η χαρούμενη συγκέντρωση των φατριών για
την υποδοχή της νέας γενιάς στα Απατούρια και το μεγάλο πανηγύρι του Διονύσου
με το φαγοπότι, τα αθώα παιχνίδια και τους αγώνες, που γέννησαν την τραγωδία.
Κοινωνικές και πολιτικές ταραχές και
εξωτερικοί πόλεμοι, η άνοδος νέων μεγάλων δυνάμεων και νέων θεών, έφεραν,
αρχικά ανεπαίσθητα, το τέλος της χαρισάμενης εκείνης εποχής της ανθρωπότητας,
πριν ακόμη κλείσει ο 4ος αι. π.Χ. Πληθαίνουν τώρα οι υποθήκες στις
μικρές ιδιοκτησίες (στη βιτρίνα στο κέντρο της αίθουσας) και νέα
αγροκτήματα δημιουργούνται από την εξαγορά των μικρών κλήρων. Οι αγροικίες
αραιώνουν μέσα στον κάμπο και παίρνουν πιο μεγάλες διαστάσεις, και σχέδιο πιο
εξεζητημένο, σύμφωνα με τις σύγχρονες απαιτήσεις. Η μακρά ειρηνική εποχή που
εξασφαλίζει η ρωμαϊκή κυριαρχία θα ενισχύσει όλες αυτές τις τάσεις, όπως
δείχνει η ανασκαφή δύο μεγάλων αγροικιών που εκμεταλλεύονται τον 4ο
αι. μ.Χ. τον χώρο στα βόρεια και τα νότια του αεροδρομίου. Την εικόνα αυτή
συμπληρώνει στα μέσα του 6ου αι. μ. Χ., χωρίς να την αλλάξει, ένας
συνοικισμός από μερικά φτωχά σπιτάκια πολύ πιθανό δουλοπάροικων, στριμωγμένα
στην πλαγιά του λόφου, όπου η κυρίαρχη παρουσία ενός μεγάλου λινού (πατητήρι),
αποτελεί τη μοναδική σύνδεση της νέας εποχής με τον Διόνυσο των αττικών δήμων.
Πηγή:
Μουσείο Αεροδρομίου «Ελευθέριος
Βενιζέλος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου