Η εκπαιδευτική πολιτική του Κώστα Σημίτη για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση σχεδόν ταυτίζεται με τη λεγόμενη Μεταρρύθμιση Αρσένη η οποία καλύπτει την περίοδο από το 1997 έως το 2000, αλλά μπορούμε να πούμε ότι επηρέασε την εκπαίδευση και όλα τα υπόλοιπα χρόνια. Όχι μόνο ο διάδοχος του Γ. Αρσένη στο Υ.ΠΑΙ.Θ. Πέτρος Ευθυμίου, αλλά και οι μετέπειτα υπουργοί Παιδείας θα κινούνταν πλέον προς την ίδια κατεύθυνση. Σημαντικές εκπαιδευτικές αλλαγές προωθήθηκαν στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, με την κατάργηση της επετηρίδας και τον διαγωνισμό του ΑΣΕΠ για τους εκπαιδευτικούς, το Ολοήμερο Σχολείο, τα Διαθεματικά Ενιαία Προγράμματα Σπουδών, το Εθνικό Απολυτήριο, την προσπάθεια για την Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου, τη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση, τα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας.
Παράλληλα, στην ευρωπαϊκή εκπαιδευτική
πολιτική ανέκαθεν η αξιολόγηση/έλεγχος/παρακολούθηση επίτευξης στόχων
αποτελούσε προτεραιότητα η οποία εδράζεται στη βασική παραδοχή ότι μπορεί να
οδηγήσει στη βελτίωση της επίδοσης των μαθητών αλλά και της γενικότερης
ποιότητας των εκπαιδευτικών συστημάτων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση σε απόλυτη συμφωνία
με άλλους υπερεθνικούς οργανισμούς (Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΟΣΑ), προκρίνει και
προτείνει την αξιολόγηση ως μέσο βελτίωσης της ποιότητας της εκπαίδευσης
και των εκπαιδευτικών οργανισμών και γι’αυτό προτείνει στα κράτη – μέλη την
υιοθέτηση κοινών δεικτών αξιολόγησης.
Έτσι, το Υ.ΠΑΙ.Θ., στην εισηγητική έκθεση του
Ν.2525/97 (Νόμος Αρσένη για την Αξιολόγηση Εκπαιδευτικού Έργου), αναφέρει ότι «η ποιοτική αναβάθμιση της
ελληνικής εκπαίδευσης αποτελεί μια από τις
πιο σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα μας για να
μπορέσει να ανταποκριθεί με επιτυχία
στις παγκόσμιες αλλαγές στον τομέα της παραγωγής, στην αλματώδη ανάπτυξη της
κοινωνίας της γνώσης και στις θεαματικές εξελίξεις της τεχνολογίας, οι οποίες
επηρεάζουν καθοριστικά όλες τις δραστηριότητες του ανθρώπου».
Το Υ.ΠΑΙ.Θ. φαίνεται να επηρεάζεται άμεσα από
τις διεθνείς εξελίξεις, ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό χώρο, καθώς το Όραμά του ευθυγραμμίζεται με τον Λόγο των διεθνών θεσμικών δομών, αφού μιλάει για «μια
πολυπολιτισμική κοινωνία, με την προστασία του περιβάλλοντος, με την
ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης της χώρας και με
την ανάπτυξη στα εκπαιδευόμενα άτομα των δεξιοτήτων εκείνων που οι συνεχώς
μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς εργασίας και της κοινωνικής ζωής, η
διεθνοποίηση της οικονομίας και του "πολιτισμού" και η επανάσταση στη
χρήση και διάδοση των πληροφοριών καθιστούν καθημερινά αναγκαίες.»
Η ρητορική του περιλαμβάνει επιχειρήματα
κυρίως οικονομικά με φιλελεύθερο προσανατολισμό, καθώς τονίζονται «οι
παγκόσμιες αλλαγές στον τομέα της παραγωγής, κοινωνίας της γνώσης,
εκσυγχρονισμού, ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, αποδοχή του "άλλου" μέσα
σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία,
ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης της χώρας,
δεξιοτήτων, συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς εργασίας, η διεθνοποίηση
της οικονομίας, επανάσταση στη χρήση και διάδοση των πληροφοριών» .
Επίσης, σε μικρότερο βαθμό βρίσκουμε
επιχειρήματα που υποστηρίζουν την απόλυτη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης από τον
κρατικό προϋπολογισμό: «η δημόσια δωρεάν εκπαίδευση εξακολουθεί να αποτελεί
το θεμέλιο της εκπαιδευτικής πολιτικής» (σ. 3).
Η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος (Δ.Ο.Ε.) αντέδρασε
έντονα στη Μεταρρύθμιση Αρσένη για την Αξιολόγηση με πρακτικές που εκτείνονταν
από την κατάθεση εναλλακτικής
πρότασης για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου (Διδασκαλικό Βήμα)
μέχρι απεργίες, συγκεντρώσεις, πορείες και δημιουργία κινημάτων διεκδίκησης σε επίπεδο
κοινότητας/νομού/κεντρικό. Ο λόγος της Δ.Ο.Ε. κυριαρχείται από συλλογικά
επιχειρήματα και συνθήματα τα οποία υποστηρίζουν μία αποκλειστικά κρατική
(«δημόσια και δωρεάν») κατασκευή του εκπαιδευτικού συστήματος. Στην πλειοψηφία
τους τα επιχειρήματα της Δ.Ο.Ε. είναι αρνητικά, δηλ. εναντίον κάθε
επιχειρούμενης μεταρρύθμισης είτε για την Αυτοαξιολόγηση της Σχολικής Μονάδας
είτε για την Αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, ενώ καταγγέλεται ο τρόπος λήψης
αποφάσεων του Υ.ΠΑΙ.Θ.: «η τακτική της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου
Παιδείας να ρυθμίζει σημαντικότατα θέματα των εκπαιδευτικών ερήμην τους. Το
Υπουργείο επέλεξε τον δρόμο των μονομερών αποφάσεων)», καθώς και το
περιεχόμενο των μεταρρυθμίσεων: «η κρίση του ενός κριτή (Μόνιμος
Αξιολογητής), κάτι το οποίο θα μεταβάλλει το σχολείο σε αυταρχική δομή ελέγχου
και αστυνόμευσης», «η τυποποποίηση σε προδιαγεγραμμένα πλαίσια», «ο
εκπαιδευτικός θα απορρίψει άμεσα τον σύμβουλο-κριτή, οπότε μοιραία θα
αχρηστευθεί και ο σύμβουλος-συνεργάτης», «η αξιολόγηση δεν είναι επιτρεπτό να
χρησιμοποιείται ως μηχανισμός ελέγχου του εκπαιδευτικού».
Τα θετικά αιτήματα-προτάσεις της Δ.Ο.Ε. χαρακτηρίζονται
από έντονη έμφαση στις δομές και τις συλλογικότητες σε
αντίθεση με τις πιο φιλελεύθερες – με έμφαση στο άτομο – προτάσεις του Υ.ΠΑΙ.Θ., καθώς η πρώτη απαιτεί να
αξιολογούνται «οι ανάγκες της εκπαίδευσης συνολικά, αλλά και κατά περιφέρεια
και σχολείο, το περιεχόμενο της παρεχόμενης εκπαίδευσης, τα αναλυτικά
προγράμματα και τα βιβλία, ύστερα από δοκιμή τους στην πράξη, κατά τακτά
χρονικά διαστήματα, οι δαπάνες που διατίθενται για την εκπαίδευση και η
κατάσταση της υλικοτεχνικής υποδομής στα σχολεία», «Τα όργανα για την
αξιολόγηση είναι συλλογικά και αντιπροσωπευτικά ως εξής: Σύλλογος Διδασκόντων,
Σχολικό Συμβούλιο, Νομαρχιακό Συμβούλιο Εκπαίδευσης, Κεντρικό Εκπαιδευτικό
Συμβούλιο» Ωστόσο, ταυτόχρονα αναφέρει: «Είναι αναγκαία η αξιολόγηση των
παραγόντων που επιδρούν στο εκπαιδευτικό έργο.»
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου
για τον Ν.2525 στη Βουλή, ο Πρόεδρος της Δ.Ο.Ε. ανέφερε: «Απορρίπτουμε τις
ρυθμίσεις του Ν.2525/97 για την παιδεία, γιατί η φιλοσοφία των ρυθμίσεων του
νέου νόμου για την αξιολόγηση είναι διαμετρικά αντίθετη από τη δική μας» ,«Με
τη ρύθμιση αυτή επαναφέρεται σε πολύ χειρότερη μορφή ο επιθεωρητισμός του
παρελθόντος και επιβάλλεται ο ασφυκτικός, ιδεολογικός και διοικητικός έλεγχος
των εκπαιδευτικών… Όταν λέμε επαναφορά του επιθεωρητισμού, αδικούμε τον
επιθεωρητή. Ήταν κάτι πολύ διαφορετικό ο επιθεωρητής από τον σημερινό θεσμό του
μόνιμου αξιολογητή. Ο επιθεωρητής ήταν από την οικογένεια την εκπαιδευτική […]
Ο μόνιμος αξιολογητής μπορεί να είναι και εξωκλαδικός.».
Πάντως η Δ.Ο.Ε., από το 1984 έως το 1997 είχε
καταθέσει τέσσερις ολοκληρωμένες προτάσεις για την Αξιολόγηση της Σχολικής
Μονάδας μέσω του Συλλόγου Διδασκόντων και των υπόλοιπων θεσμοθετημένων
συλλογικών οργάνων. Έτσι, προκύπτει ότι κατά την περίοδο Σημίτη/Αρσένη η
στρατηγική της μετατοπίστηκε περισσότερο προς την αντιπαράθεση και λιγότερο έως
καθόλου στην υποβολή προτάσεων. Μία πιθανή εξήγηση θα ήταν το γεγονός ότι οι συνδικαλιστικές
ηγεσίες εκλέγονται κάθε χρόνο, επομένως – όπως ακριβώς και οι εκλεγμένες
κυβερνήσεις θέλουν να ικανοποιούν τους ψηφοφόρους τους – ίσως αφιερώνουν πολύ
περισσότερη έμφαση στην ικανοποίηση των δυνητικών άμεσων υποστηρικτών/ψηφοφόρων
τους οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τους εκπαιδευτικούς. Το σίγουρο είναι ότι η
Ομοσπονδία δεν διστάζει να συγκρουστεί με τις κυβερνήσεις προδίδοντας ακόμα και
πρότερες θέσεις της.
Από τα παραπάνω χαρακτηριστικά, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τη διάδραση του Υ.ΠΑΙ.Θ. με τη Δ.Ο.Ε. κατά την περίοδο Σημίτη (και Αρσένη) ως σχέση «παράλληλων μονόλογων» καθώς φαίνεται να ανήκουν σε εντελώς αντίπαλα ιδεολογικά «στρατόπεδα», αυτά του Φιλελεύθερου/Εκσυγχρονιστικού Δημόσιου Μάνατζμεντ από τη μία και του Παραδοσιακού/Δομιστικού-Σοσιαλιστικού Μάνατζμεντ από την άλλη. Προφανώς, ένας «διάλογος» με αυτά τα χαρακτηριστικά, εκ των πραγμάτων αδυνατεί να προωθήσει την αναβάθμιση της παρεχόμενης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Αντίθετα, είναι σε θέση να προωθήσει την πολιτική κυριαρχία του εκάστοτε φορέα ο οποίος θα κατορθώσει να «περάσει» στο τελικό νομοσχέδιο τις περισσότερες δικές του προτάσεις.
Προκύπτει ένα έντονα συγκρουσιακό τοπίο με το
Υ.ΠΑΙ.Θ. από τη μία πλευρά να προσπαθεί να ευθυγραμμιστεί με τις επιταγές των
Διεθνών Οργανισμών και τη Δ.Ο.Ε., από την άλλη, να δίνει μία μάχη «γοήτρου», να
μάχεται δηλαδή εναντίον της καθιέρωσης
ενός συστήματος αξιολόγησης, καθώς για πολλούς εκπαιδευτικούς η ακύρωση
της αξιολόγησης είναι «το τελευταίο οχυρό το οποίο δεν πρέπει να πέσει». Το
άμεσο θύμα αυτού του «εμπόλεμου» τοπίου είναι
η σχέση εμπιστοσύνης η οποία, σύμφωνα με την Κριτική Παιδαγωγική,
αποτελεί βασική προϋπόθεση για οποιαδήποτε μορφή αξιολόγησης. Έτσι, στο σκέλος
της Αξιολόγησης Εκπαιδευτικού Έργου ο «Νόμος Αρσένη» - και κατ’ επέκταση η πολιτική
Σημίτη δεν εφαρμόστηκε. Θα έπρεπε να περάσουν δεκαετίες για να φτάσουμε σε
κάποια εφαρμογή χωρίς ωστόσο, ακόμη, κάποια απτά αποτελέσματα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, διακρίναμε κάποιες «μεταλλάξεις» των δύο φορέων οι οποίες είναι πιθανό να υποδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσονται οι εκπαιδευτικές δομές. Η εξέλιξη του λόγου του Υπουργείου επί κκ. Διαμαντοπούλου και Κεραμέως με νομοθετικές πρωτοβουλίες για την Αξιολόγηση οι οποίες έχουν πιο συλλογική μορφή, δηλαδή εκκινούν από την Αυτοαξιολόγηση της Σχολικής Μονάδας και προβλέπουν Ομάδες Εργασίας στα πλαίσια του Συλλόγου Διδασκόντων, είναι σαφώς επηρεασμένη από τη διάδραση με τους φορείς δράσης αλλά και από τις παλαιότερες προτάσεις της Δ.Ο.Ε. για την Αξιολόγηση. Αντίστοιχα, η πρόσφατη πρωτοβουλία της Δ.Ο.Ε. για διαδικτυακές εκδηλώσεις ξεχωριστά για κάθε Θεματικό Άξονα του Συλλογικού Προγραμματισμού της Σχολικής Μονάδας προέκυψε προφανώς από τη μεταρρυθμιστική πρόταση του Υπουργείου...
Πηγές:
Βουλή των Ελλήνων (1997). Πρακτικά της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων, Περίοδος Ζ’.
Διδασκαλική Ομοσπονδία
Ελλάδος (Δ.Ο.Ε.). (1996 - 2023). Διδασκαλικό Βήμα, τεύχη: από 1083 έως1173.
Διπλάρη, Α.
(2011). Εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην
οργάνωση, τη διοίκηση και την εποπτεία της Α/μιας και Β/μιας Εκπαίδευσης στο
παράδειγμα της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Γαλλίας (δεκαετία 1980 έως 2010):
μια ιστορικο-συγκριτική προσέγγιση, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο
Πατρών, ΠΤΔΕ, Πάτρα.
Εισηγητική Έκθεση Ν. 2525/1997
Μπουζάκης, Σ. (2002). Εκπαιδευτικές
μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα, τ. Β’. Αθήνα: Gutenberg.
Σημίτης, Κ. (2005). Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα.
Αθήνα: ΠΟΛΙΣ.
Σημίτης, Κ. (2012). Ο εκτροχιασμός. Αθήνα:ΠΟΛΙΣ.
Σταύρου, Δ. (2023). Το
Υπουργείο Παιδείας και η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος ως φορείς δράσης κατά
την αξιολόγηση εκπαιδευτικού έργου στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση 1996-2023, Διδακτορική
Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), Σχολή
Φιλοσοφική. Τμήμα Παιδαγωγικό Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
ΥΠ.Π.Ε.Θ. (1997). Ν.
2525/1997, «Ενιαίο Λύκειο, πρόσβαση των αποφοίτων του στην Τριτοβάθμια
Εκπαίδευση, αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και άλλες διατάξεις», ΦΕΚ 188,
τ. Α’/23-09-1997.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου