Σελίδες

Δευτέρα, Αυγούστου 26, 2024

Ευάγγελος Παπανούτσος: Φιλοσοφία και Παιδεία

 


Οι εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ εξέδωσαν το 1957 το βιβλίο του Ευάγγελου Παπανούτσου Φιλοσοφία και Παιδεία. Το βιβλίο πραγματεύεται μια σειρά θεμάτων διαρθρωμένα σε επτά κεφάλαια, τα οποία αποτελούνται από εργασίες του συγγραφέα κατά την περίοδο 1921-1956, ως εξής: Το πρόβλημα της ελευθερίας, το παιδαγωγικό ήθος, η έννοια της Ιστορίας, καλλιτεχνικά θέματα, εξήγηση της Τραγωδίας, μορφές της διαλεκτικής, η φιλοσοφία του Immanuel Kant.

Ωστόσο, όπως αναφέρει και ο ίδιος στον Πρόλογο του έργου, όταν μελετά κανείς ολόκληρο το βιβλίο ανακαλύπτει ότι όλα τα θέματα περιστρέφονται γύρω από τον ίδιο άξονα: τις αξίες που θέτει και πραγματώνει με την ατομική και τη συλλογική του ζωή ο άνθρωπος.

Για το πρόβλημα της ελευθερίας, ο φιλόσοφος ξεκινά με τα ερωτήματα: Είναι τάχα εσωτερικά ελεύθερος ο άνθρωπος ; Ελεύθερος να κρίνει και να αποφασίζει ; Ή μήπως ο αιτιώδης ειρμός, η αυστηρή νομοτέλεια των γεγονότων της φυσικής και της κοινωνικής πραγματικότητας, όπου βρίσκεται περιπλεγμένη και η βούλησή του, αποκλείει το αναίτιο και την εκτροπή από την αιτιώδη συνάφεια, επομένως και την ελευθερία ;

Αφού πραγματοποιεί μια έντονη κριτική στην αυστηρή αιτιοκρατία (ντετερμινισμό), φτάνει στον Μπερξόν ο οποίος τονίζει την αξία της σχετικότητας, της απόφασης και της αποφυγής της σύγχυσης του χώρου με τον χρόνο. Αυτή η αξία στηρίζεται και από τα δεδομένα της νεότερης Φυσικής η οποία απέδειξε ότι τελικά δεν μπορούμε να διακρίνουμε αντικείμενο και υποκείμενο στη γνώση. Ωστόσο, οι ντετερμινιστές δεν χρειάζεται να ανησυχούν ότι η πίστη τους θα καταρριφθεί από την υπερίσχυση του ιδεαλισμού, αλλά χρειάζεται απλά να υιοθετήσουν μια καινούρια αντίληψη της αιτιότητας κατά την οποία πραγματοποιείται η σύνθεση υποκειμένου και αντικειμένου, όπου το πρώτο μπορεί να τροποποιήσει το δεύτερο, χωρίς η αμείλικτη μοίρα να προκαθορίζει τα όρια της επίδρασης.

Για τον Ε. Παπανούτσο, όσο βαθύτερα γνωρίζουμε τον άνθρωπο και τη ζωή του, τόσο πειθόμαστε ότι εκείνο που τον χαρακτηρίζει είναι ακριβώς η ικανότητα να διαφεύγει μέσα από τα πυκνότερα δίχτυα των επιστημονικών προγνώσεων. Η Επιστήμη πάει να τον «αδράξει», φαίνεται όμως πως δεν θα το κατορθώσει. Θέτει μόνο δυνατότητες, τίποτε περισσότερο. Δεν είναι βέβαια λίγο αυτό, αλλά όσο και να ενταθεί η δυνατότητα, δεν μπορεί ποτέ να συμπέσει με την πραγματικότητα. Ανάμεσά τους θα υπάρχει πάντα μια απόσταση: είναι ο χώρος της ελευθερίας.

Ως προς το παιδαγωγικό ήθος, ο φιλόσοφος αντικρύζει το πρόβλημα της Παιδείας από την ψυχολογική του πλευρά. Αναλύοντας τον «παιδαγωγικό έρωτα» του Πλάτωνα και συγκρίνοντάς τον με την «παιδαγωγική αγάπη» του Πεσταλότσι, μας δίνει ένα εξαιρετικό κεφάλαιο στο οποίο αναδύονται δύο διαφορετικές παιδαγωγικές κατευθύνσεις.

Ο «παιδαγωγικός έρως» παρουσιάζεται στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, στην περίφημη αφήγηση του Σωκράτη για τη συνάντησή του με τη μάντισσα Διοτίμα. Η έμφαση του φιλοσόφου δίνεται στην «ιδέα» της Παιδαγωγικής με την οποία είναι κανείς εκ γενετής «ερωτευμένος» και την ασκεί σε κάθε στιγμή της ζωής του (όπως έκανε ο Σωκράτης).

Την «παιδαγωγική αγάπη» τη βρίσκουμε στη ζωή και το έργο του J.H. Pestalozzi (1747-1827), ο οποίος, επηρεασμένος βαθύτατα από τον Χριστιανισμό, μεταθέτει την έμφαση από την «ιδέα» της Παιδαγωγικής του Πλάτωνα στην αγάπη για το κάθε παιδί ξεχωριστά. Αυτή η αγάπη, σύμφωνα με τον Πεσταλότσι, για να μεταμορφωθεί σε παιδαγωγικό λειτούργημα προϋποθέτει τη βαθιά, ακλόνητη πίστη προς τον άνθρωπο. Την εμπιστοσύνη δηλαδή και τη βεβαιότητα του παιδαγωγού ότι κάθε άνθρωπος, κι εκείνος ακόμα που δίνει την εντύπωση του κακού και του διεστραμμένου, και που η κοινωνία τον στιγματίζει και τον πετάει από πάνω της με σκληρότητα, έχει τον Θεό μέσα του. Έχει τον θησαυρό των ηθικών δυνάμεων που οι εχθρικοί όροι της ζωής τον παράχωσαν σε υγρό και ανήλιο έδαφος, στην αθλιότητα και στην αποθάρρυνση, και γι’ αυτό έχασε τη λάμψη του και είναι σαν να μην υπάρχει.

Για τον ρόλο της Πολιτείας στην Παιδεία, ο Παπανούτσος διατυπώνει τέσσερα αιτήματα: α) Ο νέος άνθρωπος δεν θα μένει μόνος και αβοήθητος, β) Τα πνευματικά αγαθά που θα προσφέρει το σχολείο, για να πάρουν θέση μέσα στα προγράμματα σπουδών, θα ελέγχονται μόνο ως προς τη γνησιότητά τους, γ) Η ιδεολογική ακαμψία, ο δογματισμός και ο φανατισμός δεν έχουν θέση μέσα στην έννοια της αληθινής παιδείας, δ) Η πολιτεία με τα δημοκρατικά ιδανικά έχει και χρέος και συμφέρον να αφήσει ανοιχτό το σχολείο σε όλα τα ρεύματα ιδεών που είναι έτοιμα να αποδείξουν τη γνησιότητά τους με κριτήρια βγαλμένα μέσα από τη φύση των πνευματικών αγαθών που περιέχουν. Θα ασκεί βέβαια εποπτεία και έλεγχο στο έργο του σχολείου, αλλά μόνο για να μην εκμεταλλευτούν άλλοι την ελευθερία που έχει εκείνη εκείνη εγγυηθεί, και τρέψουν την παιδεία προς σκοπούς ξένους προς τη φύση της. Θα εποπτεύει τα βιβλία και τον δάσκαλο και θα προσέχει να μένουν όργανα πιστά στο νόημα της παιδείας: ούτε να φανατίζουν με τη δογματική τους ακαμψία τις νέες ψυχές, ούτε να ευνοούν με τον κούφιο ρομαντισμό τους την αναρχία που εμποδίζει το μέστωμα του νέου ανθρώπου και ματαιώνει το καταστάλλαγμά του σε έναν προσωπικό ρυθμό ζωής. Με το πρόγραμμα που θα συντάσσει για τους διάφορους τύπους των σχολείων της, ανάλογα με τον ιδιαίτερο του καθενός παιδευτικό σκοπό, θα κάνει στον δάσκαλο συνειδητή την κατεύθυνση που προβάλλεται από μιαν αληθινή φιλοσοφία της παιδείας: Να διαπλάττει τους νέους σε ελεύερους, υπεύθυνους και με κριτική σκέψη προικισμένους πολίτες. Όταν με αυτό τον τρόπο δευθύνει την υπόθεση της Παιδείας, η Πολιτεία πρέπει να έχει τη βεβαιότητα ότι θα πραγματοποιηθεί ο υψηλότερος, ο διπλός σκοπός αυτής της κοινωνικής λειτουργίας: η αδιάκοπη συνέχεια της ιστορίας του πολιτισμού και η διαρκής ανανέωση του ανθρώπου.

Στη συνέχεια, ο φιλόσοφος πραγματεύεται την έννοια, τα είδη και το περιεχόμενο της Ιστορίας. Όπως αναφέρει, με την πρόοδο της ιστορικής έρευνας βεβαιωνόμαστε ολοένα και περισσότερο ότι πέντε και έξι χιλιάδες χρόνια (τόση περίπου έκταση έχει η γνωστή μας ιστορία) δεν είναι αρκετά για να μεταβάλουν ριζικά τον άνθρωπο. Το νέο στην ιστορία επιβάλλεται όχι με την ιστορική εξαφάνιση του παλαιού, αλλά με κάποια συμφιλίωση μαζί του. Αν θέλουμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια το έργο του ιστορικού, μπορούμε να το διαστείλουμε από το ένα μέρος προς το χρονικό (αφήγημα συμβάντων χωρίς αξιώσεις επιστημονικής διεργασίας των δεδεομένων) και από το άλλο μέρος προς τη φιλοσοφική διερεύνηση των ειδικών προβλημάτων της ιστορικής γνώσης.

Πραγματοποιώντας μια συναρπαστική επιτομή της ιστορίας της Τέχνης, ο συγγραφέας έρχεται στην ιστορία της Φιλοσοφίας όπου στέκεται κριτικά απέναντι στον αυστηρό ντετερμινισμό (αιτιοκρατία), ο οποίος, ωστόσο έχει παρουσιάσει αρκετούς οπαδούς ειδικά κατά τον 19ο αιώνα, «τον αιώνα του θετικισμού και του επιστημονισμού», όπως αναφέρει. Αφού «αποκαταστήσει» την «παρεξήσηγη» που κατά τη γνώμη του έχει υποστεί ο Καντ, του οποίου το έργο αξιολογήθηκε μόνο κατά το ήμισυ – αυτό που αφορά τον καθαρό Λόγο και όχι εκείνο το «μεταφυσικό» που αφορά τον πρακτικό Λόγο, υποστηρίζει ότι μόνο ο ρομαντισμός αποτέλεσε την τελευταία προσπάθεια αναβίωσης της «μεταφυσικής» του.

Όταν ανατέλλει ο 20ος αιώνας, το ξεμάγεμα του κόσμου, μια διαδικασία που είχε αρχίσει τριακόσια χρόνια πριν, φαίνεται πως πλησιάζει να συντελεσθεί: η Επιστήμη (στις προθέσεις της) έχει διαλύσει το μυστήριο και η Τεχνική έρχεται να αντικαταστήσει το θαύμα. Μια νέα φάση της Ιστορίας μας αρχίζει, μια νέα σελίδα του ανθρώπινου πεπρωμένου.

Ιδιαίτερη επιμονή δείχνει ο Παπανούτσος σε ό,τι έχει να κάνει με την Τέχνη. Στο κεφάλαιο «Καλλιτεχνικά Θέματα» αιτιολογεί τον «ερμητισμό» της σύγχρονης τέχνης εξηγώντας τον με την αέναη κίνησή της ανάμεσα στους άξονες «σαφήνεια-ασάφεια» και «γενικό-μερικό»: Όταν υπάρχει κορεσμός του ανθρώπου από τη μία πλευρά του άξονα, τότε μετακινείται προς την αντίθετη. Αλλά η κορυφαία, κατά τη γνώμη μας, ενότητα του βιβλίου είναι το κείμενό του «Η Δωρεά της Τέχνης». Εδώ, λίγο πολύ, ο συγγραφέας παρουσιάζει το έργο τέχνης (συγκεκριμένα το θεατρικό, αλλά το γενικεύει σε όλα τα είδη) σαν ένα είδος μυσταγωγίας, παρόμοιο με τη θυσία που γίνεται κατά τη Θεία Λειτουργία: Τα συναισθήματα του θεατή «καθαίρονται», δηλαδή μεταβάλλονται και αναβαθμίζονται σε ανώτερες συγκινήσεις, ταξινομούνται και ανανεώνουν τον ψυχικό του κόσμο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «Και άλλοι δρόμοι οδηγούν το πνεύμα στο πλήρωμά του. Υπάρχει και της αλήθειας η οδός. Και η ατραπός της αρετής. Και με τούτους τους τρόπους βαθαίνει την ύπαρξή του ο άνθρωπος, υψώνει το ανάστημά του και κάνει τη ζωή του αξιοβίωτη. Η Τέχνη όμως έχει ένα ειδικό προνόμιο: ότι πλουτίζει, ευγενίζει και δυναμώνει την ανρθωπιά μας μ’ ένα χάδι. Με μια λεπτή, ζεστή, γοητευτική θωπεία. Γι’ αυτό μακαρίζουμε όσους με την ευαισθησία και την παιδεία τους γίνονται άξιοί της.» (σελ. 270).

Στο επόμενο κεφάλαιο «Εξήγηση της Τραγωδίας», ο συγγραφέας αντιπαραβάλλει τις θέσεις του Πλάτωνα από εκείνες του Αριστοτέλη με τον δεύτερο να έχει αναλύσει πολύ περισσότερο το θέμα της Τραγωδίας και να τείνει προς τη θεωρία της «κάθαρσης των παθών», όπως ακριβώς και ο Παπανούτσος παραπάνω. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης επέμενε στη διάκριση των καλλιτεχνημάτων ανάμεσα σε «φιλάνθρωπα» και «μιαρά», δηλ. ανάλογα με την ποιότητά τους υποστήριζε πως υπάρχουν εκείνες οι μορφές Τέχνης που καλλιεργούν τα «χρηστά» ήθη και άλλες, κατώτερης ποιότητας, που καλλιεργούν τα «πονηρά» ήθη. Παρόμοιες θέσεις με του Αριστοτέλη ανέπτυξε αργότερα και ο David Hume, αλλά ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος προσθέτει - σε αντίθεση με τον Hume -  και το στοιχείο του περιεχομένου, δηλ. του μύθου, της θεώρησης της ζωής, του οράματος, του στόχου, του ΝΟΗΜΑΤΟΣ που εκμπέμει ως μήνυμα το ποιοτικό καλλιτέχνημα και έτσι κάνει να αναπηδήσει κάτι το ουσιαστικό και αναγκαίο, το «καθόλου» που έχει βαριά σημασία για τη μοίρα της ανθρώπινης κατάστασης και είναι αυτό που προκαλεί περισσότερο τη διέγερση και τον φωτισμό της ψυχής των θεατών.

Κλείνοντας το βιβλίο με τις θέσεις του Immanuel Kant, ο Παπανούτσος καταλήγει σε τρία συμπεράσματα για τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο:

α) Πρόθεση του Καντ ήταν να ανανεώσει και να θεμελιώσει πάνω σε βάσεις στέρεες τον Ορθολογισμό. Η οξύτατη όμως κριτική του, που έδειξε τα όρια του Λόγου κατά τη θεωρητική λειτουργία και χρήση του, τον έφερε στο αντίθετο αποτέλεσμα. Και έτσι η καντιανή φιλοσοφία έθρεψε και δυνάμωσε τις αντιορθολογικές τάσεις που αργότερα θριάμβευσαν στην Ευρώπη με την άνθηση του ρομαντισμού.

β) Ο Καντ δεν υπήρξε εμπρόθετα πολέμιος της Μεταφυσικής. Απεναντίας, προσπάθησε να ανακαινίσει τη μεταφυσική σκέψη και να δείξει με ποιον τρόπο μπορεί να ξεκαθαρίσει και να κάνει βεβαιότερες τις αλήθειες της. Επειδή όμως υποστήριξε ότι οι μεταφυσικές ιδέες έχουν στηρίγματα όχι θεωρητικά, αλλά πρακτικά, αντλούν δηλαδή το κύρος τους όχι από τη λογική σκέψη, αλλά από το ηθικό φρόνημα και την ηθική πράξη, η φιλοσοφία του έπαιξε στην ιστορία του στοχασμού ρόλο αντίθετο προς τις προθέσεις του δημιουργού της: στους χρόνους του επιστημονισμού (19ος αι.) η Μεταφυσική, ως φιλοσοφική μάθηση, θεωρήθηκε δογματισμός ασυμβίβαστος με τις αρχές και το πρόγραμμα της αυστηρά κριτικής σκέψης.

γ) Κύρια φροντίδα του Καντ ήταν να κατοχυρώσει την αυτοσύνειδη και συστηματική γνώση, κατά πρώτο λόγο του φυσικού κόσμου, να ασφαλίσει δηλαδή το κύρος της Επιστήμης από τις επιθέσεις του σκεπτικισμού. Όταν όμως με την προσπάθειά του να επεξεργαστεί την κριτικά ορθή μέθοδό της έφτασε στην πεποίθηση ότι η θεωρητική γνώση με τις αρχές και τα μέτρα της δεν καλύπτει ολόκληρο το πλάτος της πνευματικής ζωής, αλλά απλώνεται μόνο σε έναν στενό τομέα της, είδε σ’αυτό τον περιορισμό την ευπρόσδεκτη εγγύηση ότι μένουν άτρωτοι από τα βέλη της αμφιβολίας οι νόμοι του πρακτικού Λόγου, αδιάβλητες οι προσδοκίες της θρησκευτικής συνείδησης, άθικτες οι ηθικές αξίες και οι μεγάλες αλήθειες του δόγματος – και με χαρά η αυστηρά ηθική και ευλαβική ψυχή του είδε πόσο η φιλοσοφία του, αντί να κλονίζει, στερεώνει ισχυρότερα τα βάθρα της ανθρώπινης ζωής, όπως την οραματιζόταν ο βαθύς και γνήσιος ουμανισμός του.

Ο Ευάγγελος Παπανούτσος ήταν Έλληνας παιδαγωγός, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος του 20ου αιώνα. Σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία και άρχισε να υπηρετεί την εκπαίδευση από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 διατρέχοντας όλες τις βαθμίδες της και φτάνοντας μέχρι τη θέση του διδάκτορα φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Τούμπιγκεν της Γερμανίας, με «διαβατήριο» τη διατριβή του πάνω στον Πλάτωνα.

Μετά τη γερμανική κατοχή και μέχρι την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ο Παπανούτσος υπηρέτησε κατά καιρούς (1944, 1953, 1963) σε υψηλές θέσεις του Υπουργείου Παιδείας (διευθυντής και γενικός γραμματέας). Στην ιστορία έμεινε η μεταρρύθμιση του 1964 επί κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου.

Ως πολιτική προσωπικότητα κατηγορήθηκε τόσο από δεξιούς όσο και από αριστερούς και προσπάθησε να κρατήσει μια απόσταση στις μομφές που του εξαπέλυαν παραμένοντας πιστός στο συγγραφικό και παιδαγωγικό του έργο. Με τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του συνέβαλε καθοριστικά την ανάπτυξη της παιδείας και της ηθικής καλλιέργειας του ελληνικού λαού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: