Σε
όλο τον κόσμο, υπάρχουν περισσότερα από 5.000 διεθνή σχολεία στα οποία φοιτούν περίπου 4
εκατομμύρια μαθητές και συνεχίζουν να αυξάνονται αριθμητικά με ταχείς ρυθμούς (ISC Research, 2010). Τα πρώτα διεθνή σχολεία απευθύνονταν
σχεδόν αποκλειστικά σε παιδιά των εκπατρισμένων οικογενειών. Όμως, η σύνθεση
των μαθητών τους έχει μεταβληθεί με την αύξηση του αριθμού των εκπαιδευτικών
ιδρυμάτων. Πολλοί από τους μαθητές τους προέρχονται από τις τοπικές κοινωνίες
«οι οποίες πιστεύουν ότι αυτού του είδους η εκπαίδευση προσφέρει περισσότερες
πιθανότητες για ανώτατες σπουδές στη Βόρεια Αμερική ή την Ευρώπη» (Langford et al. 2002, 48, όπ. αναφ. στο James
& Sephard, 2014:4).
Στη βιβλιογραφία
παρατηρούνται πολλοί και διαφορετικοί ορισμοί για τα διεθνή σχολεία (Leach, 1969,
Terwilliger,
1972, Matthews,
1989, Nagrath, 2011, IASL, 2009, Hill, 1994). Ο Leach
(1969, όπ. αναφ. στο James & Sephard, 2014:5) διακρίνει τα διεθνή σχολεία
ανάλογα με τη σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού (συνήθως πολυεθνικός), τον ιδρυτή
του σχολείου (ένας ή περισσότεροι διεθνείς ιδρυτές), τον ιδιοκτήτη του σχολείου
(άτομα, γονείς μαθητών, ξένο κράτος), και αν το σχολείο πληροί τα κριτήρια για να
ανήκει στην Ένωση Διεθνών Σχολείων (International Schools Association). Για τον Terwilliger (1972,όπ. αναφ. στο
James & Sephard,2014:5), τα διεθνή σχολεία έχουν: έναν σημαντικό αριθμό
αλλοδαπών μαθητών, ποικιλία διδακτικού προσωπικού, ένα πρόγραμμα σπουδών αποτελούμενο
από τα καλύτερα στοιχεία διαφόρων εθνικών συστημάτων και ένα διοικητικό
συμβούλιο που αντανακλά τη φύση του μαθητικού πληθυσμού. Ο Matthews
(1989, 336,όπ. αναφ. στο James & Sephard,2014:5) προσδιορίζει δύο τύπους
διεθνών σχολείων: τα «καθοδηγούμενα από την αγορά» και τα «καθοδηγούμενα από
την ιδεολογία».
Επίσης, τα
προγράμματα σπουδών με σαφή διεθνή προσανατολισμό, όπως π.χ. το πρόγραμμα
Διεθνούς Απολυτηρίου (International
Baccalaureate
curriculum),
αποτελούν ένα βασικό χαρακτηριστικό των διεθνών σχολείων. Ωστόσο, πολλά σχολεία
που αυτοχαρακτηρίζονται ως «διεθνή» παρέχουν απλώς ένα πρόγραμμα σπουδών των
ΗΠΑ ή του Ηνωμένου Βασιλείου. Αυτή η προφανής αντίφαση έχει οδηγήσει στην
ανάπτυξη όρων όπως «διεθνές πνεύμα» για να χαρακτηριστούν κάποια διεθνή
σχολεία. Το περιεχόμενο του προγράμματος
σπουδών ενέχει κεντρική θέση στην τυπολογία του Matthews’s (1989, όπως αναφέρεται στο James & Sephard
(2014:5)
: Πρέπει να καλύπτει τις ανάγκες των εκπατρισμένων - και πιθανώς συχνά
μετακινούμενων μαθητών - ή/και να ενισχύει τη διεθνή ευαισθητοποίηση και
συνεργασία.
Όπως αναφέρει ο Nagrath (2011), το συνέδριο της
Διεθνούς Ένωσης Σχολικής Βιβλιοθηκονομίας (International Association of School Librarianship-IASL), που έλαβε χώρα το 2009 στην
Ιταλία, κατέληξε στα παρακάτω κριτήρια για να χαρακτηρίσει ένα διεθνές σχολείο:
- Δυνατότητα
μεταβίβασης της εκπαίδευσης των μαθητών μεταξύ διεθνών σχολείων.
- Μετακινούμενος
μαθητικός πληθυσμός (μεγαλύτερος από ό,τι στα εθνικά σχολεία)
- Πολυεθνικό
και πολύγλωσσο μαθητικό δυναμικό.
- Ένα
διεθνές πρόγραμμα σπουδών (π.χ. IB - DP, MYP, PYP)
- Διεθνής πιστοποίηση (π.χ. CIS, IBO, North
Eastern ASC, Western Association of Schools and colleges, κ.α.)
- Εκπαιδευτικό
προσωπικό πολυεθνικό και παροδικό.
- Μη-επιλεκτικές εγγραφές των μαθητών.
- Συνήθως η Αγγλική ή/και μία ακόμη γλώσσα ως γλώσσα/-ες διδασκαλίας.
Στη βιβλιογραφία
αναφέρονται διάφοροι οργανισμοί πιστοποίησης διεθνών σχολείων, όπως:
- New England
Association of Schools and Colleges
- Middle States
Association (MSA)
- Western
Association of Schools and Colleges
- AdvancED
- Council of
International Schools (CIS)
- International
Baccalaureate Organization (IBO)
Όλοι
οι οργανισμοί τηρούν μια παρόμοια διαδικασία πιστοποίησης η
οποία «αποτελεί έναν συνδυασμό
εσωτερικών αυτο-αξιολογήσεων και εξωτερικών εκθέσεων από επαγγελματίες». (Fertig
2007, 336, όπ. αναφ. στο James
& Sephard,
2014:6).
Aνάλογα
με την ιδιοκτησία, οι James & Sephard
(2014) διακρίνουν τα Διεθνή Σχολεία σε δύο κατηγορίες: τα κερδοσκοπικά και τα
μη κερδοσκοπικά. Αναμφίβολα, όλα τα σχολεία θα πρέπει να λειτουργούν εντός του
πλαισίου των οικονομικών τους δυνατοτήτων ώστε να είναι βιώσιμα ως ιδρύματα.
Όμως, τα σχολεία μπορούν επίσης να λειτουργούν είτε για να αποφέρουν οικονομικά
κέρδη στους ιδιοκτήτες/μετόχους είτε για να δημιουργούν πόρους προς όφελος της
ανάπτυξης του εκπαιδευτικού έργου (σελ. 7). Ο Hill (1994, όπως αναφέρεται στο James
& Sephard , 2014:6) συμπέρανε ότι τα διεθνή σχολεία
συνήθως ανήκουν είτε σε ένα ή περισσότερα άτομα, είτε αποτελούν ιδιωτικά σχολεία
με ένα διοικητικό συμβούλιο που αποτελείται κυρίως από γονείς των μαθητών του
σχολείου. Τα διεθνή σχολεία απολαμβάνουν συνήθως
έναν μεγάλο βαθμό αυτονομίας σε σχέση με τα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα.
Έτσι, παρουσιάζουν ομοιότητες με τα ιδιωτικά μη-επιδοτούμενα σχολεία, π.χ. τα
«ανεξάρτητα σχολεία» στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όμως, ως ιδιωτικά σχολεία γενικώς,
δεν λειτουργούν εντελώς ανεξάρτητα από τα εθνικά συστήματα (James
& Sephard , 2014:5).
Η
προσέγγιση του θέματος παρουσιάζει ορισμένες δυσκολίες κυρίως λόγω της
πολυσημίας της έννοιας «διεθνές σχολείο» που παρατηρείται στις βιβλιογραφικές
αναφορές. Οι
περισσότερες προσεγγίσεις συμφωνούν κυρίως ως προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του
προγράμματος σπουδών, της γλώσσας και του μαθητικού δυναμικού. Συμφωνούν επίσης στο ότι η ομαλή
λειτουργία τους προϋποθέτει μια διαφορετική αντίληψη των διευθυντών και εκπαιδευτικών για τον ρόλο τους και, ως εκ
τούτου, και την αποδοχή μιας διαφορετικής σχολικής κουλτούρας. Με τη σειρά της, η κουλτούρα των Διεθνών Σχολείων, όπως την
προσλαμβάνουν τόσο οι διευθυντές όσο οι εκπαιδευτικοί των σχολείων αυτών, επηρεάζει την υιοθέτηση
αντίστοιχων παιδαγωγικών πρακτικών.
Δείτε επίσης: Παρουσίαση του βιβλίου του Δ. Σταύρου "Σχολική Ηγεσία και Νέο Δημόσιο Μάνατζμεντ" στον Ιανό (βίντεο)
Βιβλιογραφία
Council of International Schools, International Education Careers, διαθέσιμο στο http://www.cois.org/page.cfm?p=2047
, προσπελάστηκε 06-08-2016.
IB (2016), Annual Review,
διαθέσιμο στο http://www.ibo.org/en/about-the-ib/facts-and-figures
, προσπελάστηκε 05-08-2016.
James C., Sheppard P. (2014), The governing of international schools: the implications of ownership
and profit motive, School Leadership & Management, 34:1, 2-20.
Maslowski, R. (2006) A review of inventories for diagnosing school culture, Journal of
Educational Administration, Vol. 44, No. 1, 2006, pp. 6-35.
Nagrath, C. (2011), What Makes a School International?, http://www.tieonline.com/view_article.cfm?ArticleID=87
, προσπελάστηκε 05-08-2016.
Polt, C. (2011), The
Importance of International Schools, διαθέσιμο στο https://ambassadorpolt.wordpress.com/2011/10/19/the-importance-of-international-schools/
, προσπελάστηκε 05-08-2016.
Savva, M. (2013), International
schools as gateways to the intercultural development of North-American teachers,
Journal of Research in International Education, 12(3), 214-227.
Schein, E.H. (1985), Organizational Culture and Leadership: A Dynamic View, Jossey-Bass,
San Francisco, CA.
Smith, H. (2013), International
school students: rootless and without a home?, διαθέσιμο στο https://www.theguardian.com/education/mortarboard/2013/oct/29/international-school-students-cultural-identity
, προσπελάστηκε 06-08-2016.
Stoll, L. (1998) School
culture, School Improvement Network’s Bulletin, London, 1998:9.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου