Σελίδες

Κυριακή, Απριλίου 09, 2023

Ποια δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση ; (Αλιβιζάτος Ν., 2013, εκδ. Πόλις)



Μια τεκμηριωμένη «βυθοσκόπηση» της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας από τη Μεταπολίτευση έως το 2012 πραγματοποιεί στη σημαντική μελέτη του ο καθηγητής Ν. Αλιβιζάτος.

Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, η πορεία της χώρας από το 1974 ως το ξεστράτισμα μετά το 2004 δεν ήταν ευθύγραμμη. Αναμφίβολα, δύο περίοδοι ξεχωρίζουν – η τριετία 1974-1977 και η τετραετία 1996-2004 – κι  αυτό γιατί σε αυτές τις περιόδους, χωρίς μείζονες κλυδωνισμούς, μπήκαν τα θεμέλια μιας μείζονας δημοκρατίας, ενταγμένης στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στον αντίποδα, στη γλώσσα των αριθμών, η πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ (1981-1985) συνέπεσε με την εκτόξευση του δημόσιου χρέους σε πρωτοφανή ύψη και με τη διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Δεν έγινε τότε αντιληπτό ότι οι μεγάλες αυξήσεις στα εισοδήματα των «μη προνομιούχων» δεν γίνονταν με δικαιότερη κατανομή του ΑΕΠ αλλά με δανεικά. Το ίδιο προβληματική ήταν και η τρίτη διακυβέρνηση της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία (2004-2009), την οποία ορθώς ο Γιάννης Βούλγαρης χαρακτήρισε «μοιραία». Ενώ όμως στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 υπήρχαν περιθώρια διορθωτικών κινήσεων σε μιαν ευημερούσα Ευρώπη, το 2009 η κατάσταση είχε αλλάξει δραματικά. Πολύ περισσότερο που, όπως γρήγορα αποδείχθηκε, η Ελλάδα δεν ήταν ένα μεμονωμένο φαινόμενο αλόγιστης διακυβέρνησης, αλλά αναπόσπαστο μέρος μιας κρίσης με παγκόσμιες διαστάσεις, ανάλογη με την οποία η ανθρωπότητα είχε να ζήσει από το 1929.

Σύμφωνα με τον καθηγητή, δεν αμφισβητείται ότι μετά το 2004 οι ευθύνες της πολιτικής ηγεσίας της χώρας είναι μεγάλες. Κατώτερες των περιστάσεων, δεν προέβλεψαν την επερχόμενη θύελλα και, αφότου αυτή ξέσπασε, δεν μπόρεσαν να πάρουν τα κατάλληλα μέτρα για να περιορίσουν τις επιπτώσεις της. Οφείλοντας την άνοδό τους προπάντων στο οικογενειακό όνομα παρά στις ικανότητές τους, Κώστας Καραμανλής και Γιώργος Παπανδρέου ανέλαβαν την πρωθυπουργία το 2004 και το 2009, με ολέθριες επιδόσεις. Αν και δεν τους αναλογεί το ίδιο μερίδιο ευθύνης, φάνηκαν και οι δύο ανεπαρκείς. Στάθηκαν έτσι μοιραίοι για τη χώρα.

Ωστόσο, θα ήταν άδικο να αποσιωπηθούν οι ευθύνες που βαρύνουν και άλλους παράγοντες της δημόσιας ζωής. Κάποτε, για παράδειγμα, θα πρέπει να γραφτεί η ιστορία για το πόσο εύκολα οι Έλληνες δικαστές, ενδίδοντας σε έναν εύκολο εξισωτισμό, επεξέτειναν σε ευρύτατες κατηγορίες προσώπων, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού τους, παροχές και ευεργετήματα που ο νομοθέτης δεν είχε θεσπίσει γι’ αυτές. Για το πώς οι καθηγητές πανεπιστημίου συνδιαλέγονταν επί χρόνια με υποστηρικτές της ωμότερης βίας για να καταλάβουν και να διατηρήσουν πανεπιστημιακά αξιώματα, σε ένα καθεστώς ανομολόγητης (με τη διπλή σημασία της λέξης) ακαδημαϊκής «συγκυβέρνησης». Για το πώς θεσμοί όπως το Ελεγκτικό Συνέδριο και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, κατόρθωσαν να ισχυροποιήσουν τη θέση τους, κατοχυρώνοντάς την και συνταγματικά, χωρίς να έχουν δώσει επαρκή δείγματα ότι το αξίζουν. Και για το πώς, μέσω των συνδικάτων, οι συντεχνίες – ειδικά του δημοσίου - , μπόρεσαν να εξασφαλίσουν αθέμιτα προνόμια για τα μέλη τους, κατορθώνοντας στην πράξη να συνδιοικούν μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις και υπηρεσίες.

Ο κ. Αλιβιζάτος αναρωτιέται: Μήπως όμως ένα μερίδιο ευθύνης βαρύνει και τους θεσμούς ; Συγκεκριμένα, μήπως δεν υπήρχαν οι μηχανισμοί οι οποίοι θα μπορούσαν την κρίσιμη στιγμή να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου και να υποχρεώσουν τους κηδεμόνες να αναλάβουν τις πρωτοβουλίες εκείνες, που η αλαζονεία της εξουσίας, σε συνδυασμό με την ολέθρια λογική του πολιτικού κόστους, τους εμπόδιζαν να πάρουν ;

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος της χώρας μας, έτσι όπως λειτούργησε από το 1974 ως το 2012, ήταν ο ακραίος πρωθυπουργοκεντρισμός, σε συνδυασμό με την έλλειψη αποτελεσματικών θεσμικών αντιβάρων. Τον μεν πρώτο, που μια μακρά παράδοση πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού είχε καταστήσει στη συνείδηση του κόσμου περίπου «φυσιολογικό», κατοχύρωσε και σε συνταγματικό επίπεδο η αναθεώρηση του 1986. Η κατάργηση των λεγόμενων «υπερεξουσιών» του προέδρου της Δημοκρατίας, δεν έγινε τότε σε όφελος της Βουλής, όπως διατείνονταν οι εμπνευστές της, αλλά του πρωθυπουργού. Αν ο τελευταίος στερείται των αναγκαίων ικανοτήτων – όπως συνέβη από το 2004 ως το 2011 – είναι καθαρά ζήτημα τύχης να μην επέλθει η καταστροφή ;

Όσο για τα αντίβαρα, ο συγγραφέας αναφέρεται στην έλλειψη των θεσμών εκείνων που θα ανάγκαζαν την εκάστοτε κυβέρνηση αφενός μεν να διαβουλεύεται προτού αποφασίσει, αφετέρου δε να λογοδοτεί για τις πράξεις της. Η απουσία αυτή, σε συνδυασμό με τη διάβρωση του κρατικού μηχανισμού από τα δύο κόμματα εξουσίας, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις μιας εκτεταμένης διαφθοράς, από το χαμηλότερο ως το υψηλότερο επίπεδο της κρατικής δράσης.

Πολύ περισσότερο που ούτε η κοινωνία των πολιτών μπόρεσε, καθ’ όλο αυτό το διάστημα, να δημιουργήσει τους ανεξάρτητους εκείνους μηχανισμούς που θα μπορούσαν να παίξουν αυτόν τον ρόλο: συνδικάτα και επιμελητήρια δεν μπόρεσαν σε καμιά στιγμή να σπάσουν τους δεσμούς εξάρτησης από τα κόμματα, αφού προεχόντως απέβλεπαν στην ενίσχυση της επιρροής των τελευταίων και όχι στην υπεράσπιση των μελών τους.

Αν έπρεπε πάντως να επιλέξει κανείς ένα πεδίο στο οποίο συμπυκνώνονται καλύτερα όλες οι αντιφάσεις του πολιτικού συστήματος που προέκυψε τη Μεταπολίτευση, καθώς και η αποτυχία του να δώσει λύσεις σε υπαρκτά προβλήματα, αυτό είναι η δημόσια διοίκηση. Δεν είναι μόνον η απουσία μεταρρυθμίσεων η οποία σοκάρει, αλλά και η επιβίωση των πιο αυθεντικών πελατειακών πρακτικών στο όνομα προσχηματικών «αναδιοργανώσεων» και «αναδιαρθρώσεων», τις οποίες επιχείρησαν κατά καιρούς και τα δύο κυβερνώντα κόμματα, αντιγράφοντας πιστά το ένα το άλλο.

Η αρχή έγινε με την κατάργηση των Γενικών Διευθυντών από το ΠΑΣΟΚ το 1982, για να επακολουθήσουν τρεις διαδοχικές καρατομήσεις των ανώτατων στελεχών της δημόσιας διοίκησης, κάθε φορά που άλλαζε η πλειοψηφία (1990, 1994 και 2004). Έτσι, παρά την ίδρυση της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης το 1983 και του ΑΣΕΠ το 1994, η δημοσιοϋπαλληλική σταδιοδρομία, από τις μεσαίες βαθμίδες ιδίως και πάνω, παρέμεινε εγκλωβισμένη στα γρανάζια της αναξιοκρατίας, καθώς ούτε το Συμβούλιο της Επικρατείας τόλμησε να αντιδράσει σε αυτό το πεδίο. Έτσι, ούτε οι φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις που κατά καιρούς επιχειρήθηκαν για την απεξάρτηση των ΔΕΚΟ από τον κρατικό/κομματικό εναγκαλισμό αφενός και για την επαναχάραξη του διοικητικού και του αυτοδιοικητικού χάρτη της χώρας αφετέρου (σχέδια Καποδίστριας και Καλλικράτης το 1996 και το 2010 αντιστοίχως), κατάφεραν τελικά να αντιστρέψουν την κατάσταση, και τελικά έπρεπε να έρθει η τρόικα στην Ελλάδα, για να αντιμετωπισθεί η διοικητική μεταρρύθμισης ως θέμα πρώτης προτεραιότητας.

Στην Ελλάδα των Μνημονίων, η αγανάκτηση που ξεσήκωσαν οι βάναυσες περικοπές στο εισόδημα ειδικά των ασθενέστερων, καθώς και τα άλλα δυσβάστακτα μέτρα που θίγουν περίπου όλους συνοδεύθηκε από μια γενικευμένη κατακραυγή κατά του πολιτικού συστήματος και των ταγών του. Οι σκηνές που εκτυλίχθηκαν την άνοιξη του 2011, με τις ύβρεις και την άσκηση ωμής βίας κατά υπουργών και βουλευτών, ήταν μοναδικές στη νεότερη ιστορία μας. Αποκορύφωμά τους η διακοπή των παρελάσεων της 28ης Οκτωβρίου 2011, που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου. Ταυτόχρονα, δειλά στην αρχή και όλο πιο έντονα στη συνέχεια, οι «αγανακτισμένοι» όλων περίπου των αποχρώσεων προέβαλαν σε δρόμους και πλατείες το σύνθημα για άμεση δημοκρατία.

Στην Ελλάδα, πιο βαθιά από τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, που έχουν πληγεί και αυτές από την οικονομική κρίση, είναι διάχυτη η αίσθηση ότι οι πολιτικοί και τα παραδοσιακά κόμματα απέτυχαν. Όχι μόνο δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την επερχόμενη καταστροφή, αλλά ούτε καν υποψιάστηκαν την επέλευσή της, ώστε να πάρουν εγκαίρως τα αναγκαία μέτρα για να περιορίσουν τις συνέπειές της. Με άλλα λόγια, ζήσαμε και ζούμε μια κρίση ηγεσίας και αντιπροσώπευσης χωρίς προηγούμενο, η οποία μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνες τις κρίσεις που ξέσπασαν το 1897 μετά τον πόλεμο, το 1935, την επαύριο δηλαδή του βενιζελικού στρατιωτικού κινήματος, και το 1965, μετά τα Ιουλιανά.

Παραταύτα, το Σύνταγμα αυτό πέτυχε εκεί που είχαν όλα τα άλλα Συντάγματά μας στον 20ο αιώνα: επί τέσσερις σχεδόν δεκαετίες δεν άφησε την πολιτική αντιπαράθεση να ξεστρατίσει, αν και οι αφορμές – από τη μεγάλη πολιτική αλλαγή του 1981 ως το σκάνδαλο Κοσκωτά και την πολιτική κρίση του 1989-90, και από την κρίση των Ιμίων (1996) ως τη σημερινή οικονομική θύελλα – ήταν πολλές. Ο απολογισμός του, με άλλα λόγια, είναι θετικός, κάτι που όσοι χωρίς περίσκεψη τάσσονται υπέρ της «ριζικής» αλλαγής του φροντίζουν επιμελώς να το αποκρύπτουν.

Το Σύνταγμά μας λοιπόν δεν απέτυχε στο «μέτωπο» της δημοκρατίας. Αν κάπου χώλαινε η εφαρμογή του, αυτό ήταν στο ότι δεν μπόρεσε να εμποδίσει το πολιτικό σύστημα να ενδώσει στην ασφυκτική πίεση που ασκήθηκε πάνω του για πελατειακές παροχές. Δεν μπόρεσε να λειτουργήσει ως ανάχωμα στις συνεχώς διογκούμενες αξιώσεις προς το κράτος για αποδοχές αναντίστοιχες προς τις δυνατότητες της οικονομίας, για προνόμια αθέμιτα και για εκδουλεύσεις μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας. Είναι όμως δουλειά του Συντάγματος και των θεσμών να λειτουργούν ως εσωτερικός κανονισμός παιδική κατασκήνωσης ή έστω ως κώδικας δεοντολογίας ; Ασφαλώς όχι. Αν ωστόσο υπήρχαν οι κατάλληλες δικλίδες, το μοιραίο θα μπορούσε να επιβραδυνθεί και σήμερα η ανάκαμψη να έρθει πιο γρήγορα.

Όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Αν ισχυριζόμουν ότι έγραψα το μικρό αυτό βιβλίο με την ψυχραιμία που θα επέβαλλαν σε έναν γνωστικό άνθρωπο αρκετές δεκαετίες δημόσιων παρεμβάσεων, δεν θα ήμουν ειλικρινής. Από το πρώτο Μνημόνιο, το 2010, κυρίως όμως από την έξαρση της βίας, την άνοιξη του 2011, έχω χάσει και εγώ βεβαιότητες μιας ολόκληρης ζωής και δεν μπορώ να εξηγήσω πώς, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε, φτάσαμε ως το χείλος της αβύσσου. Από την άλλη, η δυστυχία τριγύρω μας είναι τόσο διάχυτη και η φόρτιση τόσο μεγάλη, ώστε και να το θέλεις, δεν μπορείς πάντοτε να κρατήσεις το μυαλό σου καθαρό για μελέτη και νηφάλια ανάλυση. Σε προσωπικό επίπεδο, η κρίση άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο βλέπω τον εαυτό μου ως νομικό που θέλει να λέει τη γνώμη του για τα κοινά. Κατάλαβα ότι δεν αρκεί, όπως παλιά, να καταγγέλλει κανείς τα κακώς κείμενα, για να έχει τη συνείδησή του ήσυχη. Αισθάνομαι όλο και περισσότερο ότι οφείλω να υπερασπιστώ εξίσου τα "βασικά" της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια: