Σελίδες

Τρίτη, Απριλίου 18, 2023

Η ελευθερία του ήθους (Χ. Γιανναράς, 2002, εκδ. Ίκαρος)

 


Ο καθηγητής κ. Χρήστος Γιανναράς έχει επιδείξει πλούσιο συγγραφικό έργο με θεματολογία που σχετίζεται με την έρευνα των διαφορών ανάμεσα στην ελληνική και στη δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία και ορθόδοξη χριστιανική παράδοση. Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 10 τουλάχιστον ευρωπαϊκές γλώσσες. Το βιβλίο του Η ελευθερία του ήθους είναι για πολλούς το σύγγραμμα που κατεξοχήν συνδέθηκε με το όνομά του και θεωρείται ότι όρισε τον πυρήνα αυτού που αργότερα ονομάστηκε «νεορθοδοξία».

Σύμφωνα με τον Χρήστο Γιανναρά, το ανθρώπινο ήθος, δηλαδή η ανθρώπινη συμπεριφορά, έχει δύο, βασικές, δυνατότητες: Είτε να είναι εναρμονισμένο με το Είναι, είτε να είναι αλλοτριωμένο. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για το ελεύθερο ήθος, το ήθος του προσώπου. Στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για ένα «παρά φύσι» προσωπείο, ξένο προς την ουσία της ανθρώπινης – και όχι μόνο – φύσης. Στον χώρο της χριστιανικής Εκκλησίας, και συγκεκριμένα στην εκκλησιαστική παράδοση της Ορθόδοξης Ανατολής, το πρόβλημα του ανθρώπινου ήθους ταυτίστηκε πάντοτε με την υπαρκτική αλήθεια του ανθρώπου. Η κοινή και απύθμενη δίψα της ανθρώπινης ύπαρξης είναι για τη σωτηρία, και όχι για συμβατικές βελτιώσεις του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς.

Το πρόσωπο του ανθρώπου είναι η υπόσταση της ανθρώπινης ουσίας ή φύσης: συγκεφαλαιώνει στην ύπαρξή του την καθολική ανθρώπινη φύση και ταυτόχρονα την υπερβαίνει, γιατί ο τρόπος υπάρξεώς του είναι η ελευθερία και η ετερότητα. Αυτός ο τρόπος υπάρξεως εικονίζει τον Θεό στον άνθρωπο, κάνει τον άνθρωπο μέτοχο του Είναι. Για τον Γιανναρά, το πρόσωπο δεν είναι ένα άτομο: τμήμα ή μέρισμα της καθολικής ανθρώπινης φύσης. Δεν αντιπροσωπεύει μια σχέση του μέρους με το όλο, αλλά τη δυνατότητα συγκεφαλαίωσης του όλου σε μια ετερότητα σχέσης, δηλαδή σε ένα γεγονός αυθυπέρβασης. Το άτομο είναι η άρνηση ή η άγνοια της ετερότητας του προσώπου, η προσπάθεια να προσδιορίσουμε την ανθρώπινη ύπαρξη με αντικειμενικές ιδιότητες της κοινής φύσης, με ποσοτικές συγκρίσεις και αναλογίες.

Όταν η χριστιανική θεολογία υποτάχθηκε στη νοησιαρχία, συνέδεσε το «κατ’ εικόνα» με τη φύση του ανθρώπου, με τον άνθρωπο ως «ον καθόλου», ως είδος. Ως στοιχεία του «κατ’ εικόνα» προσδιορίζονται ιδιότητες της «πνευματικής» φύσης του ανθρώπου, και συγκεκριμένα: το λογικό, το αυτεξούσιο και το «αρχικόν». Ο υποβιβασμός ή η άγνοια της αλήθειας του προσώπου στη Θεολογία είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια τη δημιουργία μιας νομικής, εξωτερικής Ηθικής. Έτσι, το ηθικό πρόβλημα του ανθρώπου δεν θεωρούταν πια πρόβλημα υπαρκτικό, πρόβλημα σωτηρίας από τη φυσική αναγκαιότητα, αλλά ψευδοπρόβλημα αντικειμενικών υποχρεώσεων που μένουν υπαρκτικά αδικαίωτες.

Όμως, ο συγγραφέας τονίζει πως το ήθος φανερώνει αυτό που είναι κατ’ αρχήν ο άνθρωπος ως εικόνα του Θεού, δηλαδή ως πρόσωπο, αλλά και αυτό που γίνεται ο άνθρωπος μέσα από την περιπέτεια της ελευθερίας του – ύπαρξη αλλοτριωμένη ή «καθ’ ομοίωσιν» του Θεού. Η αμαρτία, η πτώση, έχει ως αφετηρία την ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου να αρνηθεί την προσωπική κοινωνία με τον Θεό, να περιοριστεί στην αυτονομία και αυτοτέλεια της φύσης του. Από τη στιγμή που το ανθρώπινο πρόσωπο αυτοαλλοτριώνεται, παύει να συγκεφαλαιώνει τις δυνατότητες της φύσης στο υπαρκτικό γεγονός της σχέσης και κοινωνίας που υπερβαίνει τη φύση και ελευθερώνει την ύπαρξη από τη φυσική αναγκαιότητα. Η προσωπική ανομοιότητα εξαντλείται μέσα στα όρια της φύσης ως ατομική αυτοτέλεια που αντιπαρατίθεται στις άλλες ατομικές αυτοτέλειες τεμαχίζοντας τη φύση σε επιμέρους ατομικά θελήματα.

Ωστόσο, η ελευθερία του προσώπου δεν αναιρείται, μόνο αλλοιώνεται και μεταβάλλεται σε αντιθετική διάσταση με τη φύση, σε αδιάκοπη διπολική αντιθετική φορά, βιώνεται σαν τραγικός διχασμός της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο εγκλωβισμός στην ατομικότητα είναι η αποτυχία του ανθρώπου να πραγματώσει την προσωπική του ετερότητα ως ελευθερία από τη θνητή φύση.

Για να πραγματοποιηθεί η αποκατάσταση, πρέπει να συμβεί στον άνθρωπο μια υπαρκτική αλλαγή – αλλαγή του τρόπου της υπάρξεως – και σε αυτήν αποβλέπει η Ηθική της Εκκλησίας. Η βάση αυτής της Ηθικής είναι το ανθρώπινο πρόσωπο, και πρόσωπο σημαίνει μια αδιάκοπη διακινδύνευση, σημαίνει ελευθερία από κάθε αντικειμενοποίηση, σημαίνει τη δυναμική του θανάτου και της ανάστασης. Η μετάνοια είναι η αλλαγή του τρόπου της υπάρξεως.

Κάθε ανθρωποκεντρική, αυτόνομη Ηθική καταλήγει να είναι μια αδιέξοδη εμμονή στην ανεπαρκέστατη ανθρώπινη αυτάρκεια, μια έκφραση της πτώσης του ανθρώπου. Αντίθετα, η χριστιανική άσκηση αρνείται την αιτιοκρατική διαλεκτική προσπάθειας και αποτελέσματος, προϋποθέτει την ανελπιστία στις ανθρώπινες δυνάμεις.

Ο Γιανναράς επισημαίνει τον κίνδυνο από το γεγονός ότι όλο και περισσότερο η χριστιανική ζωή μοιάζει να εξαντλείται σε έναν «τρόπο του φέρεσθαι», σε έναν κώδικα καλής διαγωγής. Όμως, οι άνθρωποι που πραγματικά διψάνε τη ζωή, που ακροζυγιάζονται κάθε μέρα στο όριο ποικίλων θανάτων, που παλεύουν απεγνωσμένα να ξεχωρίσουν κάποιο φως στο ερμητικό μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή οι άνθρωποι στους οποίους κατ’ αρχήν και κατεξοχήν απευθύνεται το Ευαγγέλιο της σωτηρίας, όλοι αυτοί, αναπόφευκτα, μένουν μακριά από την ορθολογικά οργανωμένη κοινωνική συμβατικότητα της κατεστημένης χριστιανοσύνης.

Η νομική αντίληψη της αμαρτίας και η συνακόλουθη δικανική νοοτροπία που εκφράζουν πολλοί από τους κανόνες δεν κυριάρχησε ποτέ καθολικά στην Ορθόδοξη, τουλάχιστον, Εκκλησία. Θε έλεγε κανείς ότι οι κανόνες περνούσαν συνήθως στο περιθώριο της ζωής της Εκκλησίας, δεν λειτούργησαν ως απαίτηση «εξαναγκαστή κατά πάντων», διατήρησαν τον χαρακτήρα οριοθέτησης των πρακτικών εκφάνσεων του ήθους της Εκκλησίας. Μέσα σε νομικό και ηθικιστικό κλίμα οι κανόνες δεν διαστέλλουν πια τη ζωή από τον θάνατο, δεν λειτουργούν αποκαλυπτικά και απελευθερωτικά, ιαματικά και θεραπευτικά. Λειτουργούν σαν αμείλικτος κώδικας ηθικής νομοθεσίας που αξιολογεί ατομικά παραπτώματα και τα τιμωρεί παραδειγματικά. Η προτεραιότητα και η απροσδιοριστία της ζωής δεν κωδικοποιείται.

Ο ολοκληρωτισμός είναι μια άλλη λέξη για να εκφράσουμε, κατά τον Γιανναρά, απερίφραστα το νόημα και περιεχόμενο της αντικειμενικότητας (ή τουλάχιστον των ακραίων συνεπειών της), που προϋποτίθεται σαν αυτονόητη βάση του «ηθικού» προβληματισμού των κοινωνικοπολιτικών συστημάτων στη νεωτερικότητα. Δεν είναι ο ολοκληρωτισμός αποκλειστικό γνώρισμα μερικών μόνο πολιτικών καθεστώτων, κομμάτων και οργανώσεων, που συμβαίνει να τον συντηρούν περισσότερο ή λιγότερο απροκάλυπτα. Δεν είναι αποσπασματικό φαινόμενο εξαίρεσης στο οικοδόμημα του νεωτερικού πολιτισμού. Είναι οργανικό σύμπτωμα και συνεπέστατος καρπός αυτού του πολιτισμού.  Η βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε ο ιστορικός και πνευματικός βίος της Δύσης είναι η αντικειμενποίηση της αλήθειας και η επιβολή της χρησιμότητας του Θεού ή του Κεφαλαίου ή του Προλεταριάτου ή της Επανάστασης.

Η αντικειμενικότητα και αποτελεσματικότητα της κοινωνικής Ηθικής του δυτικού κόσμου μοιάζει να καταργεί αφετηριακά τον ίδιο τον στόχο στον οποίο σκοπεύει: τη δυνατότητα της κοινωνίας, τη συλλογική λειτουργία της ζωής. Δεν είναι δυνατό να υπάρχει κοινωνία (προσωπικές σχέσεις που συγκροτούν κοινότητα ζωής) όταν η αλήθεια είναι δεδομένη και αντικειμενική, όταν δεν υπάρχουν διαφοροποιημένες προσωπικές προσβάσεις στην κοινωνούμενη αλήθεια που επιτρέπουν να φανερωθεί η ετερότητα και ελευθερία των προσώπων.  Η συμβίωση ουδετεροποιείται σε παράλληλη και ασύμπτωτη συνύπαρξη ανώνυμων ατόμων, στρατευμένων μαζικά στο κόμμα ή σε ταξικές  παρατάξεις για τη διεκδίκηση ατομικών δικαιωμάτων ευημερίας (δηλαδή στεγανής μοναξιάς).

Αναφερόμενος στον μαρξισμό, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη θεωρία, από την ίδια τη στιγμή της δημιουργίας της, είναι υποταγμένη στη νομοτέλεια και στις προϋποθέσεις του καπιταλιστικού συστήματος, με την ασήμαντη διαφορά ότι στην περίπτωση του μαρξισμού το κεφάλαιο είναι κρατικό και όχι ιδιωτικό. Επιπλέον, το διεθνιστικό ιδανικό του μαρξισμού καταπόθηκε από την αδηφαγία της ρωσικής κομματικής ολιγαρχίας για πολεμική και οικονομική ισχύ.

Η αναζήτηση δυναμικών μορφών απελευθέρωσης του ανθρώπου από την τυραννία των αυτονομημένων δομών γέννησε τον Μάη του ’68. Από τους εκπροσώπους αυτών των αναζητήσεων εκείνος που οδήγησε την κριτική αμφισβήτηση ως τη βάση της οντολογίας που θεμελιώνει τον δυτικό τρόπο ζωής και οργάνωσης είναι ο Έλληνας Κορνήλιος Καστοριάδης.  Ο Καστοριάδης επισημαίνει τον αυθαίρετο και συμβατικό χαρακτήρα αυτής της «καθοριστικής» οντολογίας και της συνακόλουθης αντικειμενοποίησης του Είναι συμπεραίνοντας πως αυτή πρέπει να αντικατασταθεί από την έννοια του «να-Είναι» (à être) :  Δηλαδή την τάση και την κίνηση δυναμικής πραγμάτωσης που συνιστά το Είναι και που δεν εξαντλείται ποτέ σε μια προσδιορισμένη οντική ταυτότητα, αλλά ερμηνεύεται μόνο με αναφορά στο «φαντασιακό στοιχείο» που μορφώνεται απροσδιόριστα μέσα από την κοινωνική συμβίωση και ταυτόχρονα συνιστά τη δυναμική της μορφοποίησης του κοινωνικού βίου.

Ωστόσο, κατά τον Γιανναρά, και ο Καστοριάδης δέχεται ως αυτονόητο το αυθαίρετο σχήμα της δυτικής ιστοριογραφίας: Ότι δηλαδή ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός είναι η μοναδική άμεση και οργανική συνέχεια της αρχαιοελληνικής παράδοσης. Το «ελληνικό» διάβασμα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων από τους βυζαντινούς σχολιαστές και η οργανική αφομοίωση της σκέψης τους στις δυναμικές συνθέσεις των Ελλήνων Πατέρων μένουν και για τον Καστοριάδη ένα άγνωστο κεφάλαιο.

Το ήθος της Εκκλησίας είναι ήθος κοινωνικό. Η κοινωνία δεν είναι αντικειμενικό δεδομένο αλλά προσωπικό υπαρκτικό κατόρθωμα γνησιότητας της ζωής, κατόρθωμα προσώπων, κατόρθωμα ελευθερίας. Η κοινωνική Ηθική της Εκκλησίας δεν σκοπεύει στη «βελτίωση» των αντικειμενικών συνθηκών και δομών ου κοινού βίου ούτε στη «βελτίωση» των ατομικών χαρακτήρων. Σκοπεύει στην ανάγκη να λειτουργήσει η ζωή στα απεριόριστα όρια της προσωπικής ελευθερίας, της ελευθερίας που πραγματώνεται υπαρκτικά μόνο ως γεγονός κοινωνίας.

Με την πτώση του Βυζαντίου, ο κοινωνικός δυναμισμός της ευχαριστιακής κοινότητας δεν εξαφανίζεται, μόνο συστέλλεται από τα όρια της «οικουμένης» στα όρια του κοινωνικού και πολιτιστικού βίου της υπόδουλης στην οθωμανική κυριαρχία Ρωμιοσύνης. Σήμερα χρειαζόμαστε ξεχωριστή καλλιέργεια, ίσως και ειδικές σπουδές, για να αποτιμήσουμε ή και μόνο να παρακολουθήσουμε το εκπληκτικό πολιτιστικό επίπεδο εκείνου του ταπεινωμένου Ελληνισμού. Το ελεύθερο ήθος της υπόδουλης Ρωμιοσύνης μένει τελικά σαν υπόδειγμα κοινωνικής πραγματοποίησης που σέβεται την προσωπική μοναδικότητα και αναδεικνύει τη λειτουργική ενότητα της ανθρώπινης συνύπαρξης. Κανένας σοσιαλισμός και κανένα ορθολογικά οργανωμένο λαϊκό κίνημα δεν μπόρεσε ως τώρα να αναστήσει αυτή την αυθεντική διάσταση της λαϊκής γιορτής, να ανταποκριθεί στη βαθύτατη ανάγκη που έχει ο άνθρωπος για γιορτή.

Μόνο η ζωή του ευχαριστιακού σώματος της ενορίας μπορεί να σαρκώσει τον τύπο του «ιερατικού» χαρακτήρα της πολιτικής, του προφητικού χαρακτήρα της επιστήμης, του φιλάνθρωπου χαρακτήρα της οικονομίας, του μυστηριακού χαρακτήρα της οικογένειας.  Ο κίνδυνος του πυρηνικού αφανισμού, η παραφροσύνη των εξοπλισμών, η διεθνοποίηση των συστημάτων και μηχανισμών καταπίεσης και αλλοτρίωσης του ανθρώπου, η εξάντληση των πλουτοπαραγωγικών πηγών του πλανήτη, η μόλυνση των θαλασσών και της ατμόσφαιρας, η προσπάθεια απώθησης και λήθης του θανάτου στην υστερία της καταναλωτικής βουλιμίας και εμπορίας της ηδονής, αυτά όλα, και πλήθος ακόμα εφιαλτικά σύνδρομα, είναι ο κόσμος που υποδέχεται σήμερα κάθε νήπιο αναδεκτό της Εκκλησίας μέσα από την κολυμβήθρα.

Η έσχατη ελπίδα μας για τον Χ. Γιανναρά «κέκρυπται» στον κόκκο του σίτου και στον ελάχιστο σπόρο του σιναπιού, στον μυστικό δυναμισμό της ζύμης της χαμένης στο νεκρό φύραμα του κόσμου – στην ευχαριστιακή υπόσταση του κοινωνικού μας σώματος. Να διακρίνουμε και να αναγνωρίσουμε τη στέρηση της ζωής μέσα στα όρια του ατομικού μας βίου – τίμια και δίχως εξωραϊστικούς συμβιβασμούς – είναι το πρώτο και καίριο βήμα για να λειτουργήσει μέσα μας η επίκληση του ονόματος του Χριστού ως γεγονός ζωής και δυνατότητα υπαρκτικών χαρισμάτων. Χωρίς άλλο, πρέπει να περάσει ο άνθρωπος από πολλές πτώσεις και συντριμμούς, από ταπεινώσεις και αθλιότητα, από πολλούς απελπισμούς, για να φτάσει σε εκείνο το ήθος της «αθωότητας» των ωρίμων που επιτρέπει τη θέαση των μη ορωμένων.

Όπως καταλήγει ο συγγραφέας, το ήθος της Εκκλησίας είναι ήθος απόγνωσης  και «ουδέν ισχυρότερων της απογνώσεως».


Δεν υπάρχουν σχόλια: