(δημοσιευμένο στην τοπική εφημερίδα Ομηρική Γραία)
Ακόμα ένα αριστούργημα του Γεώργιου Βιζυηνού το οποίο αυτή τη φορά συμβολίζει την τεράστια αξία που έχει ο μύθος τόσο για τη φήμη ενός τόπου – της Κωνσταντινούπολης στη συγκεκριμένη περίπτωση – αλλά και ως μηχανισμός άμυνας απέναντι στην καταπίεση που υφίσταται ο άνθρωπος.
Η αφήγηση γίνεται στο πρώτο πρόσωπο από έναν ενήλικο αφηγητή, που
ξαναγυρνά στις μνήμες της παιδικής του ηλικίας, με κεντρικό πρόσωπο αναφοράς
τον παππού του. Σε ηλικία δέκα ετών πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη ως
μαθητευόμενος ράφτης. Εκεί περιμένει να συμβούν όλα όσα του είχε διηγηθεί ο
παππούς του. Ωστόσο, τίποτα αξιοσημείωτο δεν συμβαίνει και το αγόρι χάνει την
πίστη του στο αγαπημένο του πρόσωπο.
Μια μέρα, το αγόρι ειδοποιείται να πάει στο χωριό του για να δει τον
παππού του που είναι άρρωστος. Τον
επισκέπτεται, και αφού του διηγείται το ταξίδι του στην Πόλη, ρωτά τον παππού
για τα δικά του ταξίδια. Τότε ανακαλύπτει ότι ο παππούς του δεν έχει πάει ποτέ
ταξίδι και όλες οι ιστορίες που του έλεγε ήταν παραμύθια της μητέρας του. Το
μόνο του ταξίδι ήταν μέχρι το βραχώδες ύψωμα που ήταν κοντά στο σπίτι του, και
το μόνο μακρινό ταξίδι που θα πήγαινε, στους Αγίους Τόπους, το έκανε τελικά
αντί γι' αυτόν η γιαγιά του. Του αποκαλύπτει επίσης πως στα παιδικά του χρόνια τον
είχανε ντυμένο κορίτσι για να μην τον πάρουνε για γενίτσαρο στο παιδομάζωμα και
πως ξαφνικά τον πάντρεψαν, για τον ίδιο λόγο.
Έτσι, συμπεραίνουμε ότι τα παραμύθια ήταν μια διαφυγή, ένας μηχανισμός
άμυνας του παππού απέναντι στην καταπίεση της οικογένειάς του. Ανακαλύπτουμε
την ιστορία της ζωής ενός καλωσυνάτου κι άβουλου ανθρώπου, του παππού, που είχε
μάθει να υποτάσσεται, να μην αντιδρά, αλλά να ξεφεύγει από όσα του
επιβάλλονταν, καταφεύγοντας στα παραμύθια που τα πίστεψε ως πραγματικότητα,
έτσι αταξίδευτος που ήταν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου