Σελίδες

Πέμπτη, Μαρτίου 15, 2018

Ρατσισμός: Κοινωνικές, Ψυχολογικές και Παιδαγωγικές όψεις μιας ιδεολογίας και μιας πρακτικής


Το βιβλίο του Αθ. Γκότοβου “Ρατσισμός: Κοινωνικές, Ψυχολογικές και Παιδαγωγικές όψεις μιας ιδεολογίας και μιας πρακτικής” χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια. Στο 1ο Κεφάλαιο του βιβλίου επιχειρούνται ορισμένες πρωταρχικές εννοιολογικές διευκρινίσεις. Ξεκινάει με την παραδοχή ότι η επικοινωνία και η δράση στις σύγχρονες κοινωνίες πραγματοποιείται ανάμεσα σε δύο φάσματα: Στο ένα άκρο βρίσκεται ο τύπος της επικοινωνιακής περίστασης όπου οι «άλλοι» γίνονται αντιληπτοί ως συγκεκριμένες βιολογικές υπάρξεις, ως άτομα. Στο άλλο άκρο βρίσκεται η κατηγοριακή αντίληψη του «άλλου», η οποία αποτελεί συστατικό στοιχείο κάθε αντιληπτικής προσπάθειας προκειμένου να ταξινομηθεί η πραγματικότητα και είναι σύμφυτη με τον ανθρώπινο νου.

Ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα αναπτύσσονται διάφορες περιστάσεις επικοινωνίας. Όμως, το πρόβλημα που τίθεται είναι: Μπορεί να νομιμοποιηθεί κάθε ταξινόμηση της πραγματικότητας, απλά και μόνο επειδή είναι ένα βήμα πιο μπροστά από το αντιληπτικό χάος που θα ήταν το αποτέλεσμα μιας αδυναμίας να ταξινομηθεί η πραγματικότητα ; Ακριβώς επειδή το δίλημμα δεν είναι «χάος ή οποιαδήποτε χοντροκομμένη ταξινόμηση», έχει μεγάλη σημασία το είδος της ταξινόμησης που γίνεται. Το πρόβλημα είναι πρακτικό.

Στερεοτυπική σκέψη ονομάζεται στην κοινωνική ψυχολογία εκείνη η σκέψη, η οποία με αφετηρία την ταξινόμηση ενός ατόμου σε μια κοινωνική κατηγορία (πχ. λευκός, Έλληνας, Βόρειος, Ασιάτης, νέος, γέρος, δάσκαλος, πολιτικός, κτλ.), οδηγείται σε ατεκμηρίωτες γενικεύσεις ως προς τις ιδιότητες που υποτίθεται ότι έχει κάθε άτομο που ανήκει σε μια ή περισσότερες από τις παραπάνω κατηγορίες.

Χαρακτηριστικό για το στερεότυπο είναι η υπερβολή, η οποία μπορεί να είναι τριών ειδών:

α) υπερβολή στον εντοπισμό των ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν την ομάδα και όσους ανήκουν σ’ αυτήν

β) υπερβολή στην έκφραση των ιδιοτήτων αυτών

γ) υπερβολή στη γενίκευση

Ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του στερεότυπου είναι η αξιολογική του διάσταση. Αυτό σημαίνει ότι σε ομοειδή στερεότυπα – π.χ. εθνικά στερεότυπα ή στερεότυπα φύλου – δημιουργούνται ιεραρχικές κατατάξεις των «άλλων». Οι ιεραρχίες αυτές ενδέχεται να αφορούν μία μόνο ιδιότητα (πχ. «καθαρότητα») ή και ένα σύνολο από αρετές. Τέτοιες ιεραρχίες επιτρέπουν την κατάταξη των κατηγοριών σε ανώτερες και κατώτερες, και νομιμοποιούν ιδεολογίες και πρακτικές που βρίσκονται πολύ κοντά στα όρια του ρατσισμού.

Μια ενδιαφέρουσα υποπερίπτωση αυτής της τάσης είναι η χρήση της γλώσσας για την αντιθετική περιγραφή της ίδιας ιδιότητας, που στην ομάδα του φορέα του στερεοτύπου («δική μας ομάδα») εκφράζει θετική αξία, ενώ στην ξένη ομάδα εκφράζει το αντίθετο. Έτσι πχ. αυτό που ονομάζεται «ανδρεία» στην ομάδα μας, γίνεται «ιταμότητα» για την ξένη ομάδα, ή αυτό που είναι «αφοσίωση» στη δική μας ομάδα, είναι «προσκόλληση στη φάρα» για την ξένη ομάδα.

Η προκατάληψη περιγράφει μια στάση του υποκειμένου απέναντι στον ατομικό ή συλλογικό «άλλον», κάτι που τον προδιαθέτει ευνοϊκά ή δυσμενώς απέναντί του.

Ως αιτίες της προκατάληψης αναφέρονται:

α) η ασσυμετρία του κοινωνικού status ανάμεσα στις ομάδες στις οποίες ανήκουν υποκείμενο και «άλλος»: Αυτό σημαίνει ότι το υψηλό στάτους του ενός εταίρου συνδέεται κατ’ ανάγκη με το χαμηλό στάτους του άλλου. Ό,τι κερδίζεται σε στάτους από τον έναν χάνεται από τον άλλον.

β) οι συνθήκες ανταγωνισμού που επικρατούν ανάμεσα στις δύο ομάδες. Αυτό παραπέμπει στις περιορισμένες ευκαιρίες που υπάρχουν στην κοινωνία και στο ζήτημα της προτεραιότητας σχετικά με την πρόσβαση σε περιορισμένους πόρους.

γ) το ενιαίο μέτρο σύγκρισης που χρησιμοποιείται και από τις δύο ομάδες. Αυτό αφορά την παρουσία ενός κριτηρίου με το οποίο αξιολογείται η επιτυχία ενός ατόμου και καθορίζονται οι προσδοκίες του συγκριτικά με αυτές των άλλων. Παράδειγμα: κατά την πρώτη περίοδο εισόδου Αλβανών λαθρομεταναστών στην Ελλάδα (1991, 1992), το ημερομίσθιό τους ήταν πολύ χαμηλότερο από αυτό του ντόπιου εργάτη, ίσως και λιγότερο από το μισό. Επειδή όμως το επίπεδο σύγκρισης ήταν διαφοροποιημένο, δεν υπήρχε η αίσθηση της άδικης μεταχείρισης στους λαθρομετανάστες. Η ομάδα αναφοράς τους ήταν οι ομοεθνείς τους από την Αλβανία και όχι ο μέσος Έλληνας εργαζόμενος. Με την πάροδο του χρόνου υπήρξε ένας αναπροσανατολισμός του μέτρου σύγκρισης ο οποίος κατέληξε σε προκατάληψη και από τις δύο μεριές: από την πλευρά των λαθρομεταναστών, η χαμηλή αμοιβή θεωρήθηκε απόπειρα άγριας εκμετάλλευσης και ενεργοποίησε συναισθήματα εχθρότητας, ενώ από την πλευρά των εργοδοτών η άρνηση της προσφοράς εργασίας θεωρήθηκε έπαρση, τεμπελιά, ένδειξη ότι «χόρτασαν» ή ότι κερδίζουν χρήματα από άλλες δραστηριότητες (ναρκωτικά, κλοπές, ληστείες).

δ) στοιχεία της προσωπικότητας των εμπλεκόμενων υποκειμένων. Η τάση για αναζήτηση της αιτίας των διαρκών ματαιώσεων, έχει συνδεθεί από ψυχολόγους και κοινωνιολόγους με την προκατάληψη και τον ρατσισμό. Πρόκειται για τη γνωστή νοοτροπία του αποδιοπομπαίου τράγου. Επίσης, άλλοι παράγοντες που συνδέονται είναι ο φανατισμός, η αυταρχική προσωπικότητα, η ανάγκη για τόνωση της αυτοεκτίμησης, η αντιφατική προσωπικότητα.

Για διάκριση (και για ρατσισμό) μιλάμε όταν διαφοροποιείται η συμπεριφορά απέναντι σε κάποιον επειδή ανήκει σε μια συγκεκριμένη κοινωνική κατηγορία, τη στιγμή που οι κανόνες του παιχνιδιού επιβάλλουν θεωρητικά ενιαίο μέτρο μεταχείρισης. Ο Γκότοβος ταξινομεί τις διακρίσεις σε τρεις κατηγορίες:

α) Θεσμικά προσδιορισμένη διάκριση: Η αναστολή των δικαιωμάτων του θύματος προσδιορίζεται με θεσμικό τρόπο. Π.χ. η άρνηση του δικαιώματος για συμμετοχή των μεταναστών που ζουν σε μια συγκεκριμένη χώρα στις βουλευτικές εκλογές αυτής της χώρας είναι μια θεσμικά προσδιορισμένη διάκριση.

β) Υπαρκτή αλλά θεσμικά μη-προσδιορισμένη διάκριση: Εδώ η διαφορετική μεταχείριση υπάρχει στην πράξη, επειδή οι φορείς θεσμικών αρμοδιοτήτων (π.χ. μια δημόσια υπηρεσία) αγνοούν τη θεσμική τους υποχρέωση για ίση μεταχείριση και καταστρατηγούν στην πράξη το δικαίωμα του «άλλου» για ίση μεταχείριση, προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες.

γ) Εξωθεσμική (άτυπη, καθημερινή) διάκριση: Εδώ η αλληλεπίδραση λαμβάνει χώρα σε εξωθεσμικά περιβάλλοντα, σε μια οποιαδήποτε σκηνή της καθημερινής ζωής, όπου οι ρόλοι των συμμετεχόντων δεν υπόκεινται σε θεσμικού τύπου ρύθμιση. Π.χ. το προσωπικό ενός καταστήματος που διαφοροποιεί τη γλωσσική του συμπεριφορά και αλλάζει από πληθυντικό σε ενικό, στην περίπτωση που ο πελάτης είναι Αλβανός, το μήνυμα είναι μήνυμα κοινωνικής διάκρισης.

Σε τελευταία ανάλυση, ρατσισμός είναι η ακύρωση της προσδοκίας του «άλλου» για ίση μεταχείριση με βάση ένα ενιαίο κριτήριο, είτε αυτό είναι θεσμοθετημένο, είτε λογίζεται από το ευρύτερο περιβάλλον ως ηθικό – χωρίς να είναι θεσμοθετημένο.

Στο 2ο Κεφάλαιο συζητούνται οι πολιτισμικές παράμετροι του ρατσισμού. Η πίστωση του άλλου με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά δεν είναι ατομική υπόθεση, αλλά κοινωνική: Υπάρχει κοινωνική συναίνεση ως προς το τι είναι ο «άλλος», και η συμμετοχή μας σ’αυτή τη συναίνεση συχνά είναι προϊόν κομφορμισμού παρά λογική επεξεργασία πληροφοριών.

Δύο από τα χαρακτηριστικά των ορισμών του «άλλου» είναι:

α) Η αυθεντικότητα μέσα στον χρόνο. Η εικόνα του «άλλου» μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά ως στοιχείο της κοινής γνώσης (κοινός νους). Ιδιαίτερα σε κλειστές κουλτούρες, στις οποίες η αλλαγή των συστατικών στοιχείων είναι πολύ αργή διαδικασία, οι πιθανότητες διατήρησης της εικόνας για την «ξένη» ομάδα είναι αρκετά υψηλές. Γεγονός παραμένει ότι η εικόνα του «άλλου» έχει αντοχή μέσα στον χρόνο. Αυτό εξηγεί και μια ξαφνική έξαρση της ξενοφοβίας ή του ρατσισμού σε περιόδους όπου ορισμένοι από τους όρους της συμβίωσης μεταβάλλονται (π.χ. δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, εθνικισμός, παρακμή πολιτικών συστημάτων, τεχνολογικές εκρήξεις), ενώ στην αμέσως προγενέστερη περίοδο τα στερεότυπα υπήρχαν, αλλά ήταν σε μια λανθάνουσα κατάσταση.

β) Η κανονιστική διάσταση: Το μέλος μιας ομάδας προσδοκά δικαιωματικά από τα υπόλοιπα μέλη της ίδιας ομάδας (της «οικείας ομάδας») να έχουν περίπου την ίδια εικόνα για την «ξένη ομάδα». Κάθε μέλος της ομάδας αισθάνεται την πίεση που ασκείται επάνω του εκ μέρους των υπόλοιπων μελών της ομάδας του με τη μορφή θεμιτής προσδοκίας για την αποδοχή της αναγκαιότητας αλλά και της αλήθειας του εν λόγω στερεοτύπου. Άρα, στον βαθμό που το στερεότυπο αποτελεί στοιχείο του καθημερινού πολιτισμού μιας ομάδας, η στάση κάθε νέου μέλους της ομάδας αυτής – π.χ. νήπιο, παιδί, έφηβος – διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα της διαχείρισης, από το ίδιο, των προσδοκιών της ομάδας.

Ανεξάρτητα από το τι ορίζεται επίσημα ως κανονικό και ως απόκλιση μέσα σε μια κοινότητα, υπάρχουν παράλληλα και πολιτισμικοί κώδικες που προσδιορίζουν το κανονικό και την απόκλιση σε όλους τους τομείς της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Ένα παράδειγμα από την περιοχή της ενδυμασίας: Με εξαίρεση την περίπτωση της παρουσίας γυμνών ατόμων σε δημόσιους χώρους, στην κοινωνία μας δεν προσδιορίζεται θεσμικά ο συνδυασμός ενδυμάτων με τα οποία θα αποφασίσει ένα άτομο να παρουσιαστεί σε δημόσιους χώρους. Υπάρχει, ωστόσο, ένα πολιτισμικά προσδιορισμένο πλαίσιο, μέσα στο οποίο αναμένεται να κινούνται οι ενδυματολογικές επιλογές ενός ατόμου, π.χ. αλλιώς ντύνονται οι άντρες, αλλιώς οι γυναίκες. Όταν το πλαίσιο αυτό παραβιάζεται, η συμπεριφορά θεωρείται αντικανονική.

Εκτός από το ενδυματολογικό, αρνητικά στερεότυπα για μια ξένη ομάδα μπορεί να αποτελούν το διαιτολόγιο (απαγόρευση χοιρινού κρέατος), η βιολογική, ανατομική της ιδιαιτερότητα,, εγγενής ή επίκτητη (πχ. το χρώμα της επιδερμίδας, το σχήμα της μύτης ή των χειλέων, η περιτομή), τις σεξουαλικές πρακτικές (ομοφυλοφιλία, παιδεραστία), οι πρακτικές υγιεινής (καθαριότητα, τουαλέτα).

Η αδυναμία οποιουδήποτε κανονιστικού πλαισίου να ενσωματώσει κάθε άλλη εναλλακτική πρακτική, πέρα από αυτές που το προσδιορίζουν αρχικά, αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία ορίων, ουσιαστικά για την επιβίωσή του. Κάθε αποκλίνουσα συμπεριφορά ενεργοποιεί αρνητικά συναισθήματα.

Όταν μιλάμε για το «διαφορετικό», έχουμε πάντοτε στον νου μας μια συγκεκριμένη περίσταση επικοινωνίας, τους συνήθεις ρόλους που εμπλέκονται στην αλληλεπίδραση, και τις συνήθεις πραγματώσεις αυτών των ρόλων (πχ. εμφάνιση με μαγιό στην πλαζ ή στην αίθουσα διδασκαλίας)

Ο περιορισμός του «διαφορετικού» στον ιδιωτικό του χώρο ή στο γεωγραφικό γκέτο, με άλλα λόγια ο εξοβελισμός του από τον ενιαίο επικοινωνιακό χώρο, είναι συχνά το αίτημα συντηρητικών έως και ακραία ξενόφοβων ομάδων από τον γηγενή πληθυσμό σε χώρες υποδοχής μεταναστών, προσφύγων και άλλων νέων ομάδων.

Αντίστοιχη είναι και η απαίτηση για προσαρμογή του «άλλου» στην ενιαία νόρμα συμπεριφοράς και εμφάνισης, όταν η παρουσία του είναι δημόσια. Η πιο συνηθισμένη έκφραση μέσω της οποίας διατυπώνεται αυτή η απαίτηση είναι η πρόταση: «Εδώ είναι …..» ή «Εδώ είμαστε στην …..»

Δύο βασικές ερμηνείες για την επιφυλακτικότητα είναι:

Το γεγονός ότι τώρα στο ίδιο πλαίσιο θα εκδηλώνονται και άλλες, νέες συμπεριφορές εκλαμβάνεται από τα μέλη της μίας ομάδας ως απώλεια της γνώριμης εικόνας, ως διατάραξης της γνωστής τάξης πραγμάτων.

Ο αξιακός κώδικας του παρατηρητή: Η διαφορά ήδη σημασιοδοτείται με αρνητικό πρόσημο, η αποδοχή της θα τον οδηγούσε σε γνωστική και συναισθηματική σύγκρουση (πχ. η πολιτισμική διαφορά που βιώνει ένας ιερέας σε μια παραλία το καλοκαίρι).

Θα μπορούσαμε να κάνουμε μια διαφοροποίηση στα άτομα ή υπο-ομάδες που αντιδρούν θετικά απέναντι στο «διαφορετικό»:

Εκείνες που ρητά αρνούνται να αποδεχθούν τον πολιτισμικά καθορισμένο αξιακό κώδικα και τον παραβιάζουν επιδεικτικά. Οι αμφισβητίες έχουν ανάγκη από μια διαχωριστική γραμμή απέναντι στο «κατεστημένο», δηλαδή στην πλειοψηφία της «οικείας ομάδας».

Υπάρχουν και τα άτομα ή υπο-ομάδες που αντλούν συγκεκριμένα οφέλη από την παραβίαση του αξιακού κώδικα (πχ. νεαροί στην προηγούμενη παραλία αντλούν το όφελος της ικανοποίησης κάποιων επιθυμιών του: απόλαυση του γυμνού ή ημίγυμνου σώματος).

Όταν η συλλογικότητα που υλοποιεί τη διάκριση περιλαμβάνει ευρύτερα τμήματα μιας κοινωνίας ή στρατηγικής σημασίας υποομάδες της (πχ. διανόηση, διαχειριστές των ΜΜΕ, πολιτική και οικονομική ελίτ), τότε μπορούμε να μιλάμε για γενικευμένες πολιτισμικές πρακτικές διάκρισης. Στις περιπτώσεις αυτές, η αποδοχή της διάκρισης είναι δεδομένη. Πχ. ο καταστηματάρχης που δεν επιτρέπει την είσοδο στο κατάστημά του για μια ειδική ομάδα ατόμων, έχει τη βεβαιότητα ότι η συμπεριφορά του είναι κοινωνικά αποδεκτή.

Για να εμφανιστεί η κοινωνική διάκριση ως «βίωμα» (δηλ. ως ρατσισμός) πρέπει το θύμα να ανήκει ταυτόχρονα σε 2 κοινωνικές κατηγορίες:

Αριστεροί στην Ελλάδα του ‘50 και του ’60: τυπικά προσόντα διορισμού

Διαφωνούντες στη Σοβιετική Ένωση: Ελευθερία και ένταξη στην παραγωγική διαδικασία

Ελληνικός κινηματογράφος ’50 – ’60: Εραστής – φτωχόπαιδο: Απόρριψη

Εκπροσώπηση γυναικών σε διάφορα επαγγέλματα

Ανεπιθύμητες μειονοτικές γλώσσες

Ανεπιθύμητοι μικτοί γάμοι

Αλλαγή της θρησκευτικής ταυτότητας = Αμαρτία, θρησκευτική προδοσία

Αμυντικός σνομπισμός

Κλασσικός σνομπισμός

Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι μια κοινωνική διάκριση έχει πολιτισμικό χαρακτήρα, όταν συγκεντρώνει την ευρύτερη συναίνεση της κοινότητας μέσα στην οποία λειτουργεί. Μάλιστα, η δεσπόζουσα οπτική μπορεί να λειτουργήσει και ως μετατόπιση της ευθύνης από το άτομο προς τη ρατσιστική προσδοκία της κοινωνίας.

Στο 3ο Κεφάλαιο συνδέεται η κοινωνική δομή, η οικονομία και η εκπαίδευση με το φαινόμενο του ρατσισμού. Με τον όρο κοινωνική διαστρωμάτωση γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι τα μέλη μιας κοινωνίας αναγνωρίζουν στον εαυτό τους και τους άλλους κάποιο στίγμα (ιεραρχική θέση) στα πλαίσια μιας ιεραρχικής διάταξης των κοινωνικών υποκειμένων.

Εάν σε μια κοινωνία η θέση στην κοινωνική ιεραρχία συνδέεται με κάποια ιδιότητα του ατόμου, διαφορετική από την απόδοση, είναι πολύ πιθανόν να εκδηλωθεί ανοιχτός ρατσισμός στην περίπτωση που διαφοροποιηθεί το ισοζύγιο του στάτους υπέρ της ασθενέστερης ομάδας. Τέτοια είναι η περίπτωση της κοινωνικής ανόδου των μαύρων της Βόρειας Αμερικής, όπως επίσης η κοινωνική κινητικότητα της δεύτερης γενιάς μεταναστών σε όλες σχεδόν τις χώρες υποδοχής. Καθώς η διαφορά στάτους ανάμεσα στις δύο κοινωνικές κατηγορίες μειώνεται, ενεργοποιούνται μηχανισμοί απόκρουσης και αναχαίτισης της ανοδικής αυτής κινητικότητας, με βασικά στοιχεία την ένταση των προκαταλήψεων και τους αποκλεισμούς.

Η σχέση ανάμεσα στον ανταγωνισμό και στις κοινωνικές διακρίσεις αρχίζει στο σημείο όπου η κοινωνική κατηγορία στην οποία ανήκουν οι ανταγωνιστές επηρεάζει τόσο τη διαδικασία του ανταγωνισμού όσο την έκβασή του.

Η άρση των τυπικών φραγμών που εμποδίζουν τη συμμετοχή μιας κοινωνικής κατηγορίας στο ανταγωνιστικό παιχνίδι είναι το πρώτο βήμα για την καταπολέμηση κάθε είδους ρατσισμού. Είναι φανερό ότι η δυνατότητα ευκαιριών δεν σημαίνει και εξίσωση ευκαιριών. Ανάλογα με το είδος του ανταγωνισμού (οικονομικός, εκπαιδευτικός, πολιτικός), ορισμένοι «παίκτες» ξεκινούν από καλύτερη θέση.

Το δεύτερο σημείο είναι οι όροι διεξαγωγής του ανταγωνισμού. Κινήσεις που βελτιώνουν τους όρους διεξαγωγής υπέρ της «οικείας» ομάδας και εναντίον της «ξένης», σηματοδοτούν ένα από τους πιο συνηθισμένους και αποκρουστικούς τύπους κοινωνικής διάκρισης: Πυρπολημένα καταστήματα Εβραίων εμπόρων στη Γερμανία, λεηλατημένα ή κατεστραμμένα μπαρ μεταναστών στην Αγγλία ή τις ΗΠΑ.

Η σχέση ανάμεσα στο εκπαιδευτικό σύστημα και τις κοινωνικές διακρίσεις είναι διπλή: Πρώτον, το εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να συμβάλει στην κοινωνική διάκριση μέσω της επιλεκτικής του λειτουργίας, δηλ. με το να κατανέμει τους σχολικούς τίτλους με κριτήριο την κοινωνική κατηγορία των μαθητών και όχι αξιοκρατικά.

Δεύτερον, το σχολείο ενδέχεται να ευνοεί την κοινωνική διάκριση ως στοιχείο της ιδεολογίας του, είτε της επίσημης (αναλυτικά προγράμματα, εγχειρίδια), είτε της ανεπίσημης (οργάνωση τάξεων, διάταξη καθισμάτων, εγγραφές μαθητών).

Όπως συμβαίνει και σε άλλους τομείς όπου ο ρατσισμός είναι ενεργός, έτσι και στην εκπαίδευση οι κοινωνικές διακρίσεις μπορεί να είναι θεσμικά κατοχυρωμένες (θεσμικός ρατσισμός) ή άτυπες (πολιτισμικός ρατσισμός). Η παρουσία ρατσισμού στην εκπαίδευση είναι πιθανή για τους εξής λόγους:

Ρατσισμός των μαθητών, ιδιαίτερα όταν αποτελεί οργανικό στοιχείο στη συγκρότηση ομάδων συνομηλίκων και στη διεκδίκηση και διατήρηση του στάτους.

Ανεπαρκείς μηχανισμοί εποπτείας, όπου οι ρατσιστικές πρακτικές εμφανίζονται με τη μορφή παραβίασης ή αγνόησης των ρυθμίσεων που υποτίθεται ότι εμποδίζουν ή απαγορεύουν τις κοινωνικές διακρίσεις.

Διοικητικός αποκλεισμός συγκεκριμένων τμημάτων του πληθυσμού, πχ. μαύροι, αλλόθρησκοι, γυναίκες.

Σε επίπεδο Υποδομής της σχολικής μονάδας: π.χ. ακατάλληλες υλικοτεχνικές συνθήκες για έναν συγκεκριμένο μαθητικό πληθυσμό.

Σε επίπεδο Οργάνωσης και Διοίκησης: Περιχαράκωση μιας συγκεκριμένης ομάδας μαθητών: Ενδέχεται να ιδρυθεί και να λειτουργήσει σε μια πόλη μια κατηγορία σχολείων για τους μαθητές της μιας ομάδας, και μια άλλη κατηγορία σχολείων για τους μαθητές των άλλων ομάδων. Κάτι τέτοιο σημαίνει θεσμικό φραγμό στην επικοινωνία και την αλληλεπίδραση μαθητών από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα (σσ. Αντίθετη στη Συμπεριληπτική Εκπαίδευση) μέσα στον ίδιο σχολικό χώρο, ένα είδος «πολιτισμικής κάθαρσης» σε μικρογραφία.

Αυτό που ανιχνεύεται σε επίπεδο Αναλυτικών Προγραμμάτων και Εγχειριδίων είναι κυρίως η στερεοτυπική σκέψη και ο εθνοκεντρισμός. Μια από τις μορφές που μπορεί να πάρει ο εθνοκεντρισμός σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες είναι πχ. η αγνόηση της κουλτούρας των μειονοτήτων και η μη-εκπροσώπησή της στα αναλυτικά προγράμματα. Αυτό ενισχύεται σε εκπαιδευτικά προγράμματα όπου το αναλυτικό πρόγραμμα λειτουργεί ως όχημα ενιαίας κουλτούρας. Ο εθνοκεντρισμός δεν εκβάλλει απαραίτητα στην κοινωνική διάκριση, αποτελεί όμως μια πολύ ευνοϊκή προϋπόθεση για μια τέτοια εξέλιξη, κυρίως μέσω της προβολής αρνητικών στερεοτύπων (εθνικών χαρακτήρων) άλλων εθνικών ομάδων. Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους το αίτημα μιας αντιρατσιστικής εκπαίδευσης περνά ουσιαστικά μέσα από την αλλαγή των αναλυτικών προγραμμάτων, τόσο με την έννοια της απόκρουσης του εθνοκεντρισμού, όσο και με την έννοια της ενσωμάτωσης στο πρόγραμμα ειδικών ενοτήτων γύρω από την εθνική ταυτότητα, την πολύ-πολιτισμική κοινωνία, τη διαπολιτισμική αλληλεπίδραση κ.α.

Σε επίπεδο τοποθέτησης εκπαιδευτικών με μειωμένα προσόντα σε ειδικές κατηγορίες μαθητών.

Σε επίπεδο παιδαγωγικών πρακτικών: Αγνόηση, παρενόχληση.

Άτυπες μορφές διάκρισης: άδικη μεταχείριση, άδικη αξιολόγηση

Όπως προαναφέρθηκε, η βελτίωση της κοινωνικής και οικονομικής θέσης μιας μειονότητας ενδέχεται να ενεργοποιήσει αποθέματα προκατάληψης και διάκρισης. Έτσι, πχ. λευκοί στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ που βλέπουν μαύρους να μπορούν να προσφέρουν περισσότερα χρήματα για ένα σπίτι στην ίδια γειτονιά, άνεργοι ή χαμηλόμισθοι Γερμανοί που βλέπουν μετανάστες να μπορούν να πληρώνουν περισσότερο ενοίκιο για εξασφάλιση στέγης στο Βερολίνο, Χριστιανοί αγρότες που βλέπουν μουσουλμάνους της Κομοτηνής να προσφέρουν περισσότερα χρήματα για αγορά γης στην περιοχή, γενικά Έλληνες που δυσκολεύονται οικονομικά και που βλέπουν Αλβανούς οδηγούς να διασχίζουν τους δρόμους της πόλης οδηγώντας Μερσεντές, είναι ευάλωτοι στο ενδεχόμενο της προκατάληψης και της κοινωνικής διάκρισης.

Επισημαίνεται ότι η προκατάληψη και οι κοινωνικές διακρίσεις υφίστανται κάποια «διακύμανση», ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της πολυεθνικής κοινωνίας.

Οι μορφές που μπορεί να πάρει η κοινωνική διάκριση (ρατσισμός) στις σύγχρονες κοινωνίες είναι κυρίως συμβολικού, οικονομικού και φυσικού τύπου και όλες καταλήγουν σε αντίστοιχη βλάβη ή ζημία που υφίσταται το συγκεκριμένο θύμα.

Με τη μορφή της συμβολικής βλάβης, κοινωνική διάκριση είναι κάθε περίπτωση μείωσης της αξιοπρέπειας (αυτοεκτίμησης) του «άλλου» μέσω των αρνητικών προβολών της εικόνας του σε ιδιωτικά και δημόσια επικοινωνιακά περιβάλλοντα, ο αποκλεισμός από συγκεκριμένες πηγές πληροφορίας, ή ο έλεγχος της καθημερινής του ζωής (παρακολούθηση του ατόμου, συλλογή πληροφοριών για τις δραστηριότητές του) εξ αιτίας του ότι είναι μέλος μιας κοινωνικής κατηγορίας.

Με τη μορφή της οικονομικής βλάβης, κοινωνική διάκριση είναι κάθε περίπτωση ειδικής και ζημιογόνας οικονομικής μεταχείρισης ενός ατόμου (ή ομάδας) εξ αιτίας του ότι ανήκει σε μια συγκεκριμένη κοινωνική κατηγορία.

Με τη μορφή της φυσικής βλάβης, κοινωνική διάκριση έχουμε σε κάθε περίπτωση όπου ένα άτομο αποτελεί στόχο επιθετικών ενεργειών κάποιου άλλου, στον βαθμό που η επιθετικότητα δεν είναι συμβολικού χαρακτήρα, αλλά κατευθύνεται στη φυσική (σωματική και ψυχική) υγεία και ασφάλεια του πρώτου. Απειλές διαμεσολαβημένες ή άμεσες, ξυλοδαρμοί, παρενοχλήσεις, εμπρησμοί, βομβιστικές και άλλες επιθέσεις, και γενικά ο,τιδήποτε διαταράσσει την υγεία και την ασφάλεια ενός ατόμου, εξ αιτίας του ότι ανήκει σε μια συγκεκριμένη κοινωνική κατηγορία, είναι ρατσισμός με τη μορφή της φυσικής βλάβης.

Έχει δημιουργηθεί μια ιδιάζουσα συνθήκη ανοχής στον ρατσισμό σε συνδυασμό με στρατηγικές αποφυγής πολιτικού κόστους ή απόκτησης πολιτικού οφέλους. Η εξάρτηση της καριέρας ενός πολιτικού προσώπου, φορέα, ή προγράμματος από τη γνώμη των ψηφοφόρων είναι ο κύριος παράγοντας για την εμφάνιση των δύο παραλλαγών πολιτικής συμπεριφοράς:

α) Όταν ο πολιτικός παρατηρεί ότι ένα μέρος των ψηφοφόρων του εξαρτά την υποστήριξή του προς τον συγκεκριμένο πολιτικό σε ευθεία αναλογία με το αν ενθαρρύνει ή τουλάχιστον να ανέχεται πρακτικές κοινωνικής διάκρισης. Προσαρμοζόμενος στην προσδοκία αυτή, ο πολιτικός υποκύπτει στην αντίστοιχη ρητορική.

β) Όταν ένας επίδοξος πολιτικός, παρακολουθώντας τις μεταστροφές της κοινής γνώμης διαβλέπει μια καλή ευκαιρία να καθιερωθεί ως «παίκτης», να γίνει γνωστός έτσι ώστε να προκαλέσει φόβο στους αντιπάλους του, συμμετέχει στην πολιτική αρένα με συνθήματα πολύ κοντά στις επιθυμίες του εκλογικού σώματος.

γ) Ρατσιστικού τύπου συμπεριφορές μεμονωμένων ομάδων γίνονται ανεκτές ή και ενθαρρύνονται από την πολιτική εξουσία επειδή, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, αποδεικνύονται λειτουργικές γι’ αυτή (παρακρατικές οργανώσεις, ρατσιστικά σκεπτόμενες νεολαίες, κλπ.)

Στο 4ο Κεφάλαιο εξετάζεται η προσωπικότητα του ατόμου ως πηγή προκατάληψης και ρατσισμού. Από τη στιγμή που η προκατάληψη (και η προέκτασή της: η κοινωνική διάκριση) αποκτά το στάτους της κοινωνικά καθιερωμένης συμπεριφοράς, κάθε μέλος της ομάδας βιώνει την προσδοκία των άλλων ως κοινωνικό έλεγχο, ως πίεση για συμμόρφωση στην καθιερωμένη κοινωνική προσδοκία. Συνεπώς, η ανοιχτή απόκρουση της προκατάληψης, στα πλαίσια μιας τέτοιας κοινότητας, συνδέεται με ρίσκα και απαιτεί τόλμη εκ μέρους του ατόμου που θα επιχειρήσει κάτι τέτοιο. Άλλωστε, η σπανιότητα της τόλμης είναι και το βασικό στοιχείο του μηχανισμού κοινωνικού ελέγχου της απόκλισης σε τέτοια περιβάλλοντα.

Αλλά σε ποιο γνώρισμα βασίζει το μέλος της δεσπόζουσας ομάδας την ανωτερότητά του απέναντι στο μέλος της «ξένης» ομάδας, όταν έχουν ανατραπεί όλοι οι καθιερωμένοι δείκτες της συγκριτικής αξιολόγησης ;Η απάντηση στην ερώτηση εισάγει τον παράγοντα «Πολιτιστικός Ρατσισμός». Ο Πολιτιστικός Ρατσισμός ως ιδεολογία πρεσβεύει ότι οι πολιτισμοί ιεραρχούνται, και ορισμένοι από αυτούς υπερέχουν, ενώ άλλοι βρίσκονται στο τελευταίο σκαλοπάτι και ουσιαστικά είναι υπανάπτυκτοι.

Ειδικά όταν η αίσθηση της πολιτιστικής ανωτερότητας δικαιολογείται με ιστορικά επιχειρήματα (απόγονοι σημαντικών προγόνων) και όχι με συγχρονικά (μέλη μιας κοινωνίας με ιδιαίτερα υψηλές επιδόσεις σε διάφορους τομείς), η προσπάθεια απόκρουσής της καθίσταται πολύ δυσχερής. Δύο ευρωπαϊκές κοινωνίες εθισμένες στον εθνοκεντρισμό και για αυτό ευάλωτες στην πολιτιστική προκατάληψη είναι η γαλλική και η ελληνική: Και στις δύο αυτές χώρες φαίνεται ότι οι τάσεις απομονωτισμού και ξενοφοβίας κερδίζουν έδαφος.

Πολιτιστική προκατάληψη όμως εκδηλώνεται και απέναντι σε «ομοεθνείς» και πηγάζει από την εγγύτητα του φορέα της υπεροχής σε ό,τι θεωρείται «πρωτοποριακό». Αυτού του είδους η προκατάληψη είναι γνωστή ως σνομπισμός και στηρίζεται πάνω στην ίδια λογική η οποία διέπει και την κλασικού τύπου πολιτιστική προκατάληψη. Συχνά το βασικό γνώρισμα αυτής της ελίτ είναι η προκατάληψη απέναντι στη «μάζα» και η αντίστοιχη γλωσσική και κοινωνική συμπεριφορά («σνομπ»).

Ο γνωστικός έλεγχος της πραγματικότητας είναι βασική προϋπόθεση της κοινωνικής συμπεριφοράς του ανθρώπου, γιατί διαφορετικά κινδυνεύει να παραλύσει η δράση. Η επιθυμία και η τάση για σαφήνεια και για απλούστευση είναι ερμηνεύσιμες, στο βαθμό που μια καθαρή εικόνα της πραγματικότητας είναι λειτουργική. Εάν μάλιστα οι ασαφείς και πολύπλοκες περιστάσεις συμβαίνει να επιβεβαιώνουν υπάρχοντα στερεότυπα και προκαταλήψεις για την «ξένη» ομάδα είναι ακόμα πιο πιθανό η συμπεριφορά του υποκειμένου να προσδιοριστεί με βάση ανεπαρκείς ή λανθασμένες περιγραφές και εκτιμήσεις, αρκεί αυτές να δίνουν την ψευδαίσθηση της σαφήνειας και της απλότητας.

Μια ομαδική απογοήτευση, μια κρίση ταυτότητας, μια οικονομική κρίση, κλπ. επηρεάζουν ολόκληρους πληθυσμούς. Όπως η ατομική ματαίωση, έτσι και η συλλογική δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την εκδήλωση συμπεριφοράς σε συλλογικό επίπεδο. Η αιτία, όμως, της ματαίωσης δεν είναι πάντοτε ορατή, τουλάχιστον από την οπτική γωνία των υποκειμένων που τη βιώνουν. Η συχνή κριτική στη «μοίρα» ή το «ριζικό» και η επίσης συχνή κριτική σε «ξένους δάκτυλους», «σκοτεινές δυνάμεις», ή τους «Αμερικάνους» είναι παραδείγματα του πώς μπορεί να ερμηνεύσουν οι φορείς του αρνητικού βιώματος τις αιτίες που το προκαλούν.

Η μετάθεση της ευθύνης σε κάποιον που δεν έχει σχέση με την πρόκληση της ματαίωσης είναι γνωστή στην κοινωνική ψυχολογία ως σύνδρομο του αποδιοπομπαίου τράγου. Δεδομένου ότι σε ματαιώσεις όπως η οικονομική δυσπραγία, η ανεργία, η απώλεια εισοδήματος, ο πόλεμος, η αιτία είναι αόρατη και χρόνια, η διοχέτευση της επιθετικότητας εναντίον της ομάδας που παίζει τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου ενδέχεται να είναι συστηματική.

Το 5ο Κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην αναπαραγωγή του ρατσισμού. Πεποίθηση του συγγραφέα είναι ότι ο ρατσισμός έχει «ατομική βιογραφία» και ότι μόνο η δομική του θεώρηση δεν αρκεί.

Πώς εξηγείται η ενεργοποίηση των συγκεκριμένων στρατηγικών για την αντιμετώπιση της πραγματικότητας και όχι άλλων ; Δεν μένει άλλη ρεαλιστική ερμηνεία παρά η ερμηνεία της μάθησης μέσω της κοινωνικοποίησης και της αγωγής.

Τα παιδαγωγικά περιβάλλοντα μέσα στα οποία το άτομο έρχεται σε επαφή με την πραγματικότητα είναι κυρίως η οικογένεια, το σχολείο, τα ΜΜΕ, ο χώρος εργασίας και ο χώρος της πολιτισμικής συμμετοχής. Η οικογένεια, το σχολείο και τα ΜΜΕ φαίνεται να είναι παιδαγωγικά περιβάλλοντα στρατηγικής σημασίας.

Θα μπορούσε να διακρίνει κανείς τρεις τύπους παιδαγωγικής επιρροής που ασκεί η οικογένεια ως επικοινωνιακό περιβάλλον:

Ο πρώτος αφορά την ανταλλαγή εμπειριών από την καθημερινή ζωή μέσα στην οικογένεια, με το παιδί στον ρόλο του ακροατή. Όταν εκφέρεται στερεοτυπικός λόγος για τον «βιογραφικό άλλο» (πχ. συνάδελφος) ή τον «τυπικό άλλο» (πχ. υπάλληλος τράπεζας, γιατρός) μέσα στην οικογένεια, το μήνυμα για τον μικρό ακροατή είναι ότι ο «άλλος» συμπεριφέρεται έτσι, επειδή δεν είναι «δικός μας», επειδή είναι «ξένος».

Ο δεύτερος τύπος παιδαγωγικής επιρροής που ασκείται από το οικογενειακό περιβάλλον στο παιδί αφορά τον γενικότερο λόγο γύρω από τους «άλλους». Τα τρία ρήματα που κυριαρχούν σε αυτές τις συζητήσεις είναι τα ρήματα είμαι, θέλω και κάνω με αποτέλεσμα το παιδί να μαθαίνει ποια πρέπει να είναι η στάση του απέναντι στην «ξένη» ομάδα.

Ο τρίτος τύπος αφορά την άμεση εμπειρία του «ξένου», είτε μέσω της παρατήρησης, είτε μέσω της συμμετοχής στην ίδια περίπτωση αλληλεπίδρασης. Η παρατήρηση είναι καθημερινό φαινόμενο (πχ. στη χρήση μεταφορικών μέσων, στα καταστήματα, σε χώρους αναψυχής, κτλ.) και σημασία εδώ έχει ο σχολιασμός του ενήλικα που συνοδεύει το παιδί. Η συμμετοχή στην ίδια περίπτωση αλληλεπίδρασης υπάρχει όταν το παιδί είναι παρόν στις ανάλογες περιστάσεις, πχ. σε διαλόγους ανάμεσα σε πωλητές πολυκαταστημάτων και σε μετανάστες που επιθυμούν να αγοράσουν κάτι, ανάμεσα σε οδηγούς λεωφορείων και σε μετακινούμενους μετανάστες, ανάμεσα σε γονείς-μετανάστες και σε καλεσμένους φίλους της οικείας ομάδας, κτλ.

Εάν είχε κανείς τη δυνατότητα παρέμβασης σε επίπεδο οικογένειας, θα μπορούσε να συμβουλεύσει τους γονείς να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί σε δύο τομείς:

Πρώτον, να είναι όσο πιο φειδωλοί γίνεται στην πρώιμη «ενημέρωση» των παιδιών για την «ξένη» ομάδα, αφήνοντας τα ίδια τα παιδιά να την ανακαλύψουν.

Δεύτερον, να είναι πολύ προσεκτικοί στη χρήση της γλώσσας, όταν κάνουν αναφορές στην «οικεία» και στην «ξένη» ομάδα. Η υπερβολή στις περιγραφές, η βεβαιότητα στις διασταλτικές ερμηνείες για τη συμπεριφορά του «ξένου» και κυρίως η βιαστική απόδοση συλλογικής ευθύνης στην «ξένη» ομάδα για κάποιο δυσάρεστο βίωμα, είναι πρακτικές που ενθαρρύνουν τη στερεοτυπική σκέψη, την προκατάληψη και την κοινωνική διάκριση.

Στο σχολείο, βασική προϋπόθεση για μία διαπολιτισμική αλληλεπίδραση είναι η υπέρβαση της διαχωριστικής γραμμής και η οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων ανάμεσα στους μαθητές (φιλία, παιχνίδι, ομάδες συνομηλίκων, μαθητική εκπροσώπηση, ομάδες εργασίας, μαθητικοί όμιλοι, κτλ.) με βάση τις προτιμήσεις προσώπων και όχι την κοινωνική ταυτότητα του «άλλου». Έτσι, γίνεται σαφές ότι η απομάκρυνση από το μοντέλο του εκπαιδευτικού διαχωρισμού είναι το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της μιας διαπολιτισμικής εκπαίδευσης (το μοντέλο αυτό απαιτεί διαφορετικά σχολεία για διαφορετικές ομάδες μαθητών, είτε προγραμματικά (πχ. μουσουλμανικά σχολεία στη Θράκη), είτε ως μεταβατική λύση σε μια προοπτική ενσωμάτωσης (σχολεία παλιννοστούν των) (σς. Ιδρυτικό ΦΕΚ).

Το σχολείο είναι υποχρεωμένο να παρεμβαίνει προς την κατεύθυνση της αποδόμησης μιας ήδη υπάρχουσας προκατάληψής. Δύο από τους κλασικούς μηχανισμούς παρέμβαση είναι η αντιστροφή και η συνεργασία:

α) Στην πρώτη περίπτωση, γίνεται αντιστροφή του status με ανάθεση επίσημων ρόλων σε μαθητές (συντονιστής, υπεύθυνος, εκπρόσωπος) που προέρχονται από την αδύναμη κοινωνική ομάδα

β) Στη δεύτερη περίπτωση, δύο ή περισσότερα άτομα που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές κατηγορίες αναγκάζονται να βρεθούν σε μια περίσταση όπου η λύση ενός προβλήματος ικανοποιεί ανάγκες και των δύο και όπου η συνεργασία είναι η μόνη μέθοδος για τη λύση του προβλήματος.

 Στο σχολείο, η χρήση της γλώσσας έχει θεσμικό φορτίο :

α) Ως κείμενο του εγχειριδίου

β) Ως λόγος του δασκάλου (εθνικές περιγραφές, χρήση του «εμείς» και του «αυτοί», σαρωτική απόδοση ευθύνης, ομαδικό δικαίωμα στην περηφάνεια και στην ενοχή)

Εξυπακούεται ότι ένα σχολείο που υιοθετεί τη φιλοσοφία της διαπολιτισμικής αγωγής πρέπει να δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία στη χρήση της γλώσσας, διότι η γλώσσα παράγει πραγματικότητα.

Ως προς τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ισχύουν σε γενικές γραμμές όσα αναφέρθηκαν για τη γλώσσα της οικογένειας και του σχολείου με μόνη διαφορά ότι ισχύουν σε μεγαλύτερο βαθμό, καθώς το λεκτικό μήνυμα είναι πιο συστηματικό και πιο «αυτονόητο» (εύπεπτο) και γι’αυτό δυσκολότερα ανιχνεύσιμο ως προς τις ανακρίβειές του.

Επίσης, η συστηματική παρουσίαση της μιας από τις δύο ή περισσότερες εκδοχές ενός γεγονότος και η αγνόηση ή ο στιγματισμός της άλλης, συνιστούν πρόβλημα. Πρόβλημα αποτελεί επίσης και η ψευδεπίγραφη πολυμέρεια, όπου παρουσιάζεται μεν η άλλη εκδοχή αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε να ενισχύει την εγκυρότητα της πρώτης.

Ένα τρίτο κριτήριο είναι η αντιπροσωπευτικότητα της θεματολογίας ως μέσου, παράγοντα που δείχνει εάν η θεματολογία σχετίζεται με όλες τις κοινωνικές ομάδες ή μόνο με την κυρίαρχη.

Αναμφίβολα, ο θεσμικός ρατσισμός έχει περιοριστεί σημαντικά σε όλο τον κόσμο, με τον εκσυγχρονισμό των συνταγμάτων και γενικά της νομοθεσίας. Όμως, η στερεοτυπική σκέψη, η προκατάληψη και η κοινωνική διάκριση εξακολουθούν να υπάρχουν και να εκδηλώνονται άτυπα. Η παρουσία τους σχετίζεται με στοιχεία της κοινωνικής δομής και της οικονομίας, αλλά όχι μόνο με αυτά. Υπάρχουν και επειδή αποτελούν στοιχεία της πολιτισμικής κληρονομιάς μιας ομάδας και επιβιώνουν μέσω των γλωσσικών και πολιτισμικών πρακτικών από γενιά σε γενιά.Τα στερεότυπα, η προκατάληψη, η κοινωνική διάκριση εξυπηρετούν τις ανάγκες του ατόμου για σαφήνεια και απλούστευση, για ιεραρχική θέση, για τιμωρία του ενόχου ύστερα από δυσάρεστη εμπειρία.

Υπάρχουν δύο κεντρικά επιχειρήματα για την απόκρουση της κοινωνικής διάκρισης σε όλους τους τομείς της ζωής μας: Το ένα αφορά την απελευθέρωση ενός ανθρώπινου δυναμικού, η εξέλιξη του οποίου αναστέλλεται με ζημία για την κοινωνία και το ίδιο το άτομο.

Το δεύτερο σχετίζεται με την ηθική υπόσταση της κοινωνικής διάκρισης στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας, διαπνεόμενης από τα ιδανικά του οικουμενικού ανθρωπισμού.

Σύμφωνα με το πρώτο επιχείρημα η κοινωνική διάκριση είναι ασύμφορη, σύμφωνα με το δεύτερο είναι ανήθικη.

Η θεσμική παρέμβαση για την απόκρουση της κοινωνικής διάκρισης δεν αρκεί, γιατί, όπως είδαμε, είναι ζήτημα πολιτικού προγράμματος. Αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι η αντικατάσταση της κουλτούρας της σιωπής και της ανοχής από μια κουλτούρα ελέγχου και παρέμβασης, όταν δίπλα μας εκδηλώνεται κάποιο κρούσμα. Είναι υπόθεση του κάθε πολίτη «να μάθει να ενοχλείται», όταν άλλοι εκδηλώνουν ρατσιστικές συμπεριφορές αντί «να έχει την ησυχία του». Με αυτή την έννοια τα παιδαγωγικά περιβάλλοντα , και ιδιαίτερα το σχολείο, ίσως πρέπει να ξανασκεφτούν την παιδαγωγική αξία της τόλμης, συνδυασμένης με την κριτική σκέψη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: